ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
absentéisme abstention 6 σε αφάνεια, membre absent , μέλος που απουσιάζει. absentéisme (ουσ. αρσ.) , απουσία κατ’ επανάληψη, absentéisme scolaire , η πα- ράνομη απουσία κατ’ επανάληψη μαθη- τών (γαλλΚΕκπ L. 131-8), absentéisme au travail , απουσία κατ’ επανάληψη (νο- μίμως ή παρανόμως) των εργαζομένων από την εργασία absentéiste (επίθ.) , o απουσιάζων από την εργασία κατ’ επα- νάληψη. absolu, -e (επίθ.) , απόλυτος, autorité ab- solue , απόλυτη εξουσία, autorité abso- lue de chose jugée , απόλυτη ισχύς του δεδικασμένου, d’une manière absolue , με απόλυτο τρόπο, monarchie absolue ( monarchie absolutiste ), απόλυτη μο- ναρχία, nécessité absolue , απόλυτη ανά- γκη, nullité absolue , απόλυτη ακυρότη- τα, pouvoir absolu , απόλυτη εξουσία. absolution (ουσ. θηλ.) , αθώωση, απαλλα- γή, absolution judiciaire , αθώωση κατό- πιν δικαστικής απόφασης, arrêt d’abso- lution , αθωωτική απόφαση. absolutisme (ουσ. αρσ.) , απολυταρχι- σμός, absolutisme royal , βασιλικός απο- λυταρχισμός. absolutiste (επίθ.), απολυταρχικός, ré- gime absolutiste, απολυταρχικό καθε- στώς, monarchie absolutiste (à mo- narchie absolue), απόλυτη μοναρχία. absolutoire (επίθ.), απαλλακτικός, arrêt absolutoire, απαλλακτική απόφαση, cir- constances absolutoires, απαλλακτικές περιστάσεις, disposition absolutoire, απαλλακτική διάταξη, excuse absolu- toire, απαλλακτικός λόγος. absorber (ρ.μ.) , απορροφώ, société ab- sorbante , εταιρία που απορροφά, socié- té absorbée , εταιρία που απορροφάται. absorption (ουσ. θηλ.) , απορρόφηση, ca- pacité d’ absorption des pertes , ικανό- τητα απορρόφησης των ζημιών, fusion par absorption , συγχώνευση με απορ- ρόφηση, scission par absorption , διά- σπαση μέσω απορρόφησης. absoudre (ρ.μ.) , αθωώνω, απαλλάσσω, absoudre un accusé , απαλλάσσω τον κα- τηγορούμενο, absoudre une société de la responsabilité découlant des règles de concurrence , απαλλάσσω μία εταιρία από την ευθύνη για την τήρηση των κα- νόνων ανταγωνισμού, les personnes se- ront absoutes , τα άτομα θα αθωωθούν. abstenir, s’ (ρ.μ.) , απέχω, s’abstenir d’ef- fectuer un contrôle , απέχω από τη διε- νέργεια ελέγχου, s’abstenir de prendre des mesures , απoφεύγω τη λήψη μέ- τρων. abstention (ουσ. θηλ.) , αποχή, παράλει- ψη, παράλειψη άσκησης δικαιώματος ή καθήκοντος (γαλλΑΚ 1241), abstention au scrutin , αποχή από την ψηφοφορία, abstention aux élections , αποχή από τις εκλογές, abstention constructive , εποι- κοδομητική αποχή (θετική αποχή), όταν η αποχή ενός κράτους μέλους στην ψη- φοφορία δεν παρακωλύει την ομοφω- νία στο πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ, abstention coupable , υπαίτια παρά- λειψη, abstention délictueuse , εγκλη- ματική παράλειψη, παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας, abstention des électeurs , αποχή των ψηφοφόρων, abs- tention du juge dans le procès , αποχή του δικαστή στη δίκη (γαλλΚΠολΔ 339, γαλλΚΟργΔικ L. 111-7, γαλλΚΔΔ R. 721- 1), abstention éléctorale , αποχή από τη ψηφοφορία στις εκλογές, absten- tion fautive , υπαίτια παράλειψη, liber- té d’ abstention , δικαίωμα αποχής, taux d’abstention , ποσοστό αποχής, absten-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=