ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 φόρος. Είναι π.χ. αδιάφορη για τη φορολογία εισοδήματος η προέλευσή του, εφόσον το υπό κρίση οικονομικό στοιχείο φέρει τα εννοιολογικά γνωρίσματα του εισοδήμα- τος κατά τις διατάξεις του φορολογικού νόμου 3 . Το ρεαλισμό του φορολογικού δικαί- ου αναγνωρίζει και το ΔΕΚ. Έτσι η νομολογία του για την εφαρμογή του κοινού συστή- ματος ΦΠΑ επαναλαμβάνει πάγια ότι μια οικονομική δραστηριότητα πρέπει να αξιο- λογείται από μόνη της λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική πραγματικότητα, ανεξάρ- τητα από τους σκοπούς ή τα αποτελέσματά της. Από αυτό προκύπτει ότι ο χαρακτηρι- σμός μιας συμπεριφοράς ως αξιόποινης δεν συνεπάγεται από μόνος του εξαίρεση από την επιβολή ΦΠΑ 4 , αλλά ότι η εξαίρεση αυτή ισχύει μόνο σε ειδικές καταστάσεις όπου, λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών ορισμένων εμπορευμάτων ή ορισμένων παρο- χών, αποκλείεται κάθε ανταγωνισμός μεταξύ ενός νόμιμου και ενός παράνομου οικο- νομικού τομέα 5 . Αφετέρου η φορολογική διοίκηση, εφόσον ο νόμος της παρέχει σχετική εξουσία, δεν δεσμεύεται από τις νομικές μορφές με τις οποίες οι φορολογούμενοι ενδύουν εικονι- κά τις πραγματικές ενέργειές τους. Έτσι, μεταξύ άλλων, η νομοθεσία καθιερώνει τη φο- ρολόγηση του εισοδήματος φυσικών προσώπων που παρέχουν ανεξάρτητες υπηρε- σίες προς ένα ή κυρίως προς ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (γνωστών ως «εργαζομέ- νων με μπλοκάκι») ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (άρθρο 12§2 περ. στ’ ΚΦΕ) ή τη φορολόγηση του τεκμαρτού κέρδους από συναλλαγές με συνδεδεμένα πρόσωπα που δεν είναι σύμφωνες με την αρχή των ίσων αποστάσεων (άρθρο 50 ΚΦΕ). Περαιτέρω, κάθε προσπάθεια καταστρατήγησης του φορολογικού νόμου και αποφυγής της φορο- λογίας με τη χρησιμοποίηση νομικών τύπων του κοινού δικαίου των συναλλαγών πρέ- πει να αντιμετωπίζεται σύμφωνα με το πνεύμα και το σκοπό των φορολογικών ρυθμί- σεων, οι δε φορολογικές αρχές κατά την εφαρμογή του φορολογικού νόμου πρέπει να αναζητούν την πραγματική νομική σχέση, δηλαδή εκείνη που υπάρχει στην πραγματι- κότητα 6 . Ωστόσο, η αναζήτηση αυτή, περιορίζεται από τον κανόνα της στενής ερμηνεί- ας των φορολογικών διατάξεων 7 . 3. Έτσι η ΦορΠρΑθ 23/1962, ΔΦΝ 1962, σελ. 814. 4. Βλ ΔΕΚ 29-6-1999, C-158/98, Staatssecretaris van Financiën κατά Coffeeshop “Siberië”, Συλλ.Νο- μολ. 1999, σελ. I-03971 (σκέψεις 11, 21-22), όπου κρίθηκε ότι η διάθεση τραπεζιού για την πώλη- ση παραισθησιογόνων ουσιών σε coffeshop στην Ολλανδία αποτελεί εκμίσθωση εμπορικού χώ- ρου και συνεπώς οικονομική δραστηριότητα που υπόκειται σε ΦΠΑ. Η παροχή σε τρίτον της δυ- νατότητας εμπορίας ναρκωτικών συνιστά συνέργεια σε ποινικό αδίκημα κατά το ολλανδικό δίκαιο και την Ενιαία Σύμβαση περί ναρκωτικών ουσιών που έχει επικυρωθεί απ’ όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Το ότι οι δραστηριότητες που ασκούνται εντός του χώρου αυτού είναι αξιόποινες μπορεί να κα- ταστήσει την εκμίσθωση παράνομη, ουδόλως όμως μεταβάλλει τον οικονομικό χαρακτήρα αυτής της εκμίσθωσης ούτε εμποδίζει την ύπαρξη ανταγωνισμού στον τομέα αυτόν, περιλαμβανομένου του ανταγωνισμού μεταξύ νομίμων και παρανόμων δραστηριοτήτων. 5. Βλ. σχετικά ΔΕΚ 5-7-1988, 289/86, Happy Family, Συλλ.Νομολ. 1988, σελ. 3655. 6. Βλ. την ΣτΕ 1606/1973, που χαρακτήρισε δικαίωμα εμφύτευσης ως πραγματική δουλεία, σύμφω- να με το πνεύμα μεταγενέστερου φορολογικού νόμου. 7. Βλ. παρακάτω αρ. 99.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=