ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Αναδρομική εφαρμογή δικονομικών ποινικών διατάξεων 2 ισχύ του Ν 3943/2011 αποτελούσε απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για την υπο- βολή της σχετικής μηνυτήριας αναφοράς και την συνακόλουθη άσκηση ποινικής διώξε- ως για τα ως άνω εγκλήματα της φοροδιαφυγής. Οι φερόμενοι, λοιπόν, ως δράστες των εν λόγω εγκλημάτων, τα οποία τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυ- τού, αλλά η κατ' αυτών ποινική δίωξη ασκήθηκε μεταγενεστέρως, είναι σε δυσμενέστε- ρη θέση αναφορικά με τον τρόπο ασκήσεως εναντίον τους της ποινικής διώξεως από εκείνους, η κατά των οποίων ποινική δίωξη είχε ασκηθεί υπό το κράτος του προγενέστε- ρου Ν 2523/1997. Όμως, η διαδικασία ασκήσεως ποινικής διώξεως για κάποια αξιόποι- νη πράξη αναμφιβόλως φέρει δικονομικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Οπότε, έχει άμεση εφαρμογή, σύμφωνα με τα προεκτε- θέντα, και σε πράξεις, οι οποίες φέρονται ότι τελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν 3943/2011, για τις οποίες δεν είχε ασκηθεί ακόμη ποινική δίωξη, έστω και αν είναι δυ- σμενέστερη για τον υπαίτιο. Η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, γιατί και αυτή αφορά στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις. Τέ- λος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβα- ση υπάρχει όταν το συμβούλιο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδο- σία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν εσφαλμένως δεν κήρυξε απαράδε- κτη την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου, λόγω μη νόμιμης ασκήσεως της ποι- νικής διώξεως, και προχώρησε στην απόρριψη της προσφυγής του για ακύρωση αυτής. Η αντίθετη πρόταση του Αντεισεγγελέα ΑΠ Ν. Παντελή έχει ως εξής: Με το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν 2523/1997, όπως αυτό ίσχυε μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 12 παρ. 3 του Ν 2753/1999, οριζόταν ότι η ποινική δίωξη επί των εγκλημά- των φοροδιαφυγής ασκείτο αυτεπάγγελτα και δεν άρχιζε πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που τυχόν είχε ασκηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, ή, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο άπρακτης της προθεσμί- ας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώ- σεις του άρθρου 19 του ιδίου νόμου που αφορούσαν την έκδοση πλαστών ή εικονικών και την αποδοχή ή νόθευση εικονικών φορολογικών στοιχείων, η ποινική δίωξη ασκεί- το άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και την μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήρ- γησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995. [...] Με την επελθούσα κατά τα ανωτέρω τροποποίηση της παραγρά- φου 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997, η άσκηση της ποινικής διώξεως για φοροδια- φυγή στην φορολογία εισοδήματος του άρθρου 17 και των παρακρατούμενων ή επιρ-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=