ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

ΟλΑΠ 1/2014 5 και τα εξής: «Εις την περίπτωσιν, καθ' ην δια την δίωξιν μιας πράξεως απαιτείται η εκ- πλήρωσις μιας προϋποθέσεως, λ.χ. άδεια της αρχής, έγκλησις εκ μέρους του παθόντος, μετά δε την εκτέλεσιν της πράξεως νόμος τις δικονομικός θεσπίσει, ότι δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια, ή ότι η πράξις διώκεται αυτεπαγγέλτως, το Γερμανικό ακυρωτικό έστη επί της αντιλήψεως, ότι πρόκειται περί δικονομικής προϋποθέσεως, και ως εκ τού- του, εδέχθη, ότι ο σχετικός νόμος έχει αναδρομικήν δύναμιν. Το Γαλλικό ακυρωτικό όμως απέκρουσε την αναδρομικήν δύναμιν του τοιούτου νόμου, επί τω λόγω, ότι δεν δύναται να θίξει κεκτημένα δικαιώματα», παραπέμποντας στον Donnentieu De Vabres (Traite elementaire de droit criminel et de legislation comparee, deuxieme partie, procedure penale, 3eme edition 1947, § 1602, σελ. 915), ο οποίος θεωρούσε τις προϋ- ποθέσεις αυτές ως ουσιαστικές, και συνεπώς για την αναδρομική ή μη εφαρμογή των διατάξεων που περιέχουν όρους της ποινικής διώξεως, θα έπρεπε κάθε φορά να εξετά- ζεται αν αυτοί καλυτέρευαν ή επιδείνωναν την θέση του κατηγορουμένου. Στην σύγχρο- νη βιβλιογραφία κατέχει δεσπόζουσα θέση, η άποψη ότι η απαγόρευση της αναδρομι- κότητας στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, πρέπει να επεκταθεί και σε διατάξεις του ποινικού δικονομικού δικαίου, όταν αυτές περιέχουν προβλέψεις που θί- γουν ουσιώδη συμφέροντα και δικαιώματα του κατηγορουμένου (βλ σχετ. Ανδρουλά- κη , Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, αριθμός περιθ. 22, 28 και 29, Α. Καρρά, Ποι- νικό Δικονομικό Δίκαιο, έκδοση τρίτη 2007 σελ. 11, Μαργαρίτη , Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ι δεύτερη έκδοση 2000, σελ. 54, Χ. Μυλωνόπουλου, Ποινικό Δίκαιο Γενι- κό Μέρος έκδοση 2007, σελ. 80, Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, σελ. 166-167, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία, 2006, σελ. 43, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, πέμπτη έκδοση 2011, σελ. 6, Γ. Μπέ- κα, Η χρονική επέκταση της ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, 1992, σελ. 131- και επόμενες, 165-166, Α. Ζαχαριάδη, ο Ν 1608/1950, έκδοση 1995, σελ. 69, 170, Γ. Τρι- αντάφυλλου, Αναδρομικοί ποινικοί δικονομικοί νόμοι και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, Δίκη 1990, 753 και επόμ. και διεξοδικά Φυτράκη , Η απαγόρευση της αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, 1998, σελ. 249 και επόμ.). Το ζήτημα της ανα- δρομικής εφαρμογής διατάξεων που τροποποίησαν κατά καιρούς τις προϋποθέσεις άσκησης της ποινικής δίωξης στα εγκλήματα φοροδιαφυγής, αντιμετωπίστηκε από την νομολογία πολύ ενωρίς, ήδη υπό το καθεστώς της ισχύος του Ν 1591/1986. Ειδικότερα ο Αρειος Πάγος με την υπ' αριθμ. 469/1995 απόφαση το (βλ. αυτήν σε Ποινικά Χρονικά ΜΕ’, 778) και με την επίκληση εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, δέχθηκε ότι η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής και η εν συνεχεία υποβολή μηνυτήριας ανα- φοράς από συγκεκριμένα πρόσωπα για την δίωξη του εγκλήματος της έκδοσης και απο- δοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, προϋποθέσεις που προβλέφθηκαν το πρώ- τον για την δίωξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων με την υπ' αριθμ. 1105135/9049/ 0009/3-10-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που κυρώθηκε με το άρθρο 51 παρ. 2 του Ν 1882/1990, η οποία (απόφαση) είχε τροποποιήσει το άρθρο 32 του Ν 1591/1986, ήταν εφαρμοστέα αναδρομικώς και για πράξεις που είχαν τελεσθεί πριν από την ισχύ της, ως περιέχουσα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση, έναντι των

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=