ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Εισαγωγή 7 τον οποίο ένα κράτος είναι «επιτελικό». Η σκέψη αυτή οδήγησε συνειρμικά στο ερώτημα, εάν ο σύνθετος όρος «επιτελικό κράτος» αποτελεί ταυτολογία, τότε ποια η λειτουργία και οι συνέπειες αυτής της ταυτολογίας μέσα στον νόμο; Αν πάλι ο όρος «επιτελικό κράτος» δεν είναι μία ταυτολογία, μήπως μπορούμε να μιλήσουμε για κοινοτοπία, μία φανερή αλήθεια [truism], η οποία καθιστά τον όρο «επιτελικό» έναν πλεονασμό; Αυτοί οι προβληματισμοί πυροδοτούν τα ερωτήματα σχετικά με την έννοια του επιτελικού κράτους. Ασφαλώς το ενδιαφέρον εμβάθυνσης και κατανόησης ενός αντικειμένου εκτίθεται απλώς ως στοιχείο μεθοδολογικής διαφάνειας αναφορικά με τη γέννηση των ερευνητικών ερω- τημάτων και δεν υποδηλώνει μία συγκεκριμένη προδιάθεση της ερευνήτριας. Απεναντίας, η παραδοχή και κατάθεση του ενδιαφέροντος εμβάθυνσης επιβάλλει την ενδελεχή εξέτα- ση των αβασάνιστων αρχικών υποθέσεων, εντυπώσεων ή και αισθήσεων της ερευνήτριας στο κυρίως μέρος της ανάλυσης. Το κεντρικό ερευνητικό ερώτημα, ποια είναι η έννοια του επιτελικού κράτους, συμπλη- ρώνει η διερεύνηση των συνεπειών εφαρμογής του Ν 4622/2019 έως σήμερα. Αναζητεί- ται δηλαδή τόσο το νόημα της έννοιας, όσο και το νόημα των συνεπειών της δια της εφαρ- μογής του νόμου για το επιτελικό κράτος. Διευκρινίζεται ότι οι συνέπειες εφαρμογής δεν νοούνται ως «γενικές συνέπειες της ρύθμισης», δηλαδή δεν αναφέρονται στο «αναμενό- μενο όφελος και κόστος της αξιολογούμενης ρύθμισης σε οικονομικό, κοινωνικό, διοικη- τικό, περιβαλλοντικό και περιφερειακό επίπεδο.» 18 Επίσης, το ερευνητικό ερώτημα, λόγω του περιορισμένου χρονικού διαστήματος εφαρμογής του νόμου, δεν αποσκοπεί στη δι- ατύπωση ενός τελειωτικού και αδιαμφισβήτητου, ποσοτικά και ποιοτικά τεκμηριωμένου, προσδιορισμού των συνεπειών εφαρμογής. Καθώς βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο εφαρ- μογής, στόχος είναι να διατυπωθούν προβληματισμοί και σκέψεις σχετικά με την επίδρα- ση, τις λειτουργίες και τις συνέπειες του Ν 4622/2019 τόσο στην έννομη τάξη, δηλαδή τις εσωτερικές ή intra-συνέπειες, όσο και στη λειτουργία του κράτους, ιδίως της Κυβέρνησης και της Δημόσιας Διοίκησης, ως πραγματικότητα και αντικείμενο εμπειρικής παρατήρησης. Η ποιοτική έρευνα πεδίου αξιοποιεί τη μέθοδο συνεντεύξεων εμπειρογνωμόνων στοχεύο- ντας να φωτίσει πτυχές της εμπειρίας εφαρμογής του νόμου και να αναδείξει τη γόνιμη κρι- τική σχετικά με τις αναμενόμενες συνέπειες της ρύθμισης. Η επισκόπηση του κοινοβουλευτικού και επιστημονικού διαλόγου, καθώς και των σχο- λίων της διαβούλευσης, ανέδειξε τα σημεία στα οποία επικεντρώνεται το ενδιαφέρον και και κατανόηση του συνταγματικού φαινομένου. Η δική του συνταγματική θεωρία […] πρέπει να προ- κύπτει από [το Σύνταγμα], […] δηλαδή να είναι, όπως ακριβώς και το Σύνταγμα, ‘δημοκρατική’, ΄φιλε- λεύθερη’, ΄κοινωνική’ κλπ. Οι αρχές αυτές βρίσκονται σε αντινομία μεταξύ τους.»], σελ. 13 [Η «προ- ερμηνευτική συνταγματική θεωρία […] είναι απαραίτητη προϋπόθεση της συνταγματικής ερμηνείας, αφού το Σύνταγμα, όντας υπέρτατος νόμος, δεν έχει άλλο, ανώτερο απ’ αυτό, σημείο αναφοράς και αναγωγής εντός του θετικού δικαίου.»]. Βλ. και Τσάτσο Δ., Η Συνταγματική Αναθεώρηση και Ερμη- νεία του Συντάγματος. Η Ανάγκη μιας Προερμηνευτικής Συνταγματικής Θεωρίας για το Σύνταγμα του 2001, 19, σε: Τσάτσο Δ./Βενιζέλο Ευ./Κοντιάδη Ξ. (επιμ.), Το Νέο Σύνταγμα. Πρακτικά Συνεδρίου για το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986/2001 (Αθήνα, 14 και 15 Ιουνίου 2001), 2001, σελ. 25. 18. Βλ. Προεδρία της Κυβέρνησης Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων, Εγχειρί- διο Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης, 2020 [στο εξής, Εγχειρίδιο Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης, 2020].

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=