ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

8 Το επιτελικό κράτος η κριτική. Στην παρούσα μελέτη, τα κυριότερα σημεία του διαλόγου περί επιτελικού κρά- τους στην Ελλάδα υφίστανται τη βάσανο της θεωρητικής προσέγγισης και θεμελίωσης. Με τις θεωρητικές αναφορές συνταγματικού δικαίου, διοικητικού δικαίου και διοικητι- κής επιστήμης επιχειρείται η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το βάσιμο της κριτικής, τις δυνατότητες εμβάθυνσης στα σημεία ενδιαφέροντος, καθώς και τα ενδεχόμενα κενά που εντοπίζονται στον νόμο ή στη θεωρία και θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμε- νο μελλοντικής επιστημονικής μελέτης. Οι συνεντεύξεις εμπειρογνωμόνων εξυπηρετούν τον σχηματισμό μίας πρώτης εκτίμησης της εφαρμογής του νόμου για το επιτελικό κρά- τος, η οποία μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση περαιτέρω ερευνητικών ερωτημάτων. Ένα εξ αυτών ασφαλώς είναι εάν υπηρετείται από την εφαρμογή του νόμου η ανάγκη που επέβαλε τη θέσπισή του ή, αλλιώς, η στοχοθεσία των εμπνευστών του. Ο θεωρητικός διά- λογος στα πεδία του δημοσίου δικαίου και της διοικητικής επιστήμης παρέχει επιστημονι- κή τεκμηρίωση στη στοιχειοθέτηση των αναγκών και μάλλον επιβεβαιώνει τα προβλήμα- τα που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση: αναποτελεσματικότητα της λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού· πελατειακές σχέσεις και πολιτικές παρεμβάσεις στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διοίκησης από τα στελέχη της· αδιαφάνεια και διαφθορά· έλλειψη εγ- γυήσεων λογοδοσίας· αδυναμία συντονισμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης της κυ- βερνητικής λειτουργίας και πολιτικής· διάσπαρτες και κατακερματισμένες διατάξεις, παρω- χημένες, χρήζουσες επικαιροποίησης και εκσυγχρονισμού· μη τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης· πολυνομία και κακονομία. Η παρούσα μελέτη, μία από τις πρώτες επιστημονικές, συστηματικές προσεγγίσεις του Ν 4622/2019, θέτει τις θεωρητικές βάσεις και εισφέρει εμπειρικά δεδομένα σχετικά με τον νόμο για το επιτελικό κράτος. Φιλοδοξεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να συμβάλει στη διατύπω- ση νέων ερωτημάτων και την ωρίμανση του επιστημονικού διαλόγου στην Ελλάδα, ώστε αυτός να καταστεί εξαγώγιμος και πρόσφορο έδαφος για συγκριτικές και διεπιστημονι- κές προσεγγίσεις. Γ. Μεθοδολογία Η διάκριση πηγών και μεθόδων συμβάλλει στην ευκρίνεια παρουσίασης της μεθοδολο- γικής προσέγγισης. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι το θεωρητικό και επιστημολογικό πλαίσιο, ο ερευνητικός σχεδιασμός και η διατύπωση των ερευνητικών ερωτημάτων καθο- ρίζουν τόσο τις πηγές όσο και τις μεθόδους συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων. Επι- πλέον η επιλογή πηγών και μεθόδων από την ερευνήτρια προϋποθέτει υποκειμενική αξι- ολογική κρίση: οι πηγές προσφέρονται για συγκεκριμένες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και οι μέθοδοι καθορίζουν τη συλλογή και παραγωγή δεδομένων. Η παραδοχή της αδυ- ναμίας μίας απολύτως αμερόληπτης και ουδέτερης επιλογής και επεξεργασίας των πηγών και εφαρμογής των μεθόδων καθιστά αναγκαία την ενδοσκόπηση και την αυτοκριτική της ερευνήτριας αναφορικά με την δική της προδιάθεση. Για τον λόγο αυτό, κρίθηκε απαραί- τητη η ενσωμάτωση μεθοδολογικών παρατηρήσεων (υπό Γ. 3) στην Εισαγωγή της μελέτης.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=