ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ: ΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

2 Προστατευόμενες περιοχές: νομική θεώρηση του σύγχρονου πλαισίου Συγκεκριμένα, στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ επισημαίνονται οι στόχοι της Ένωσης αναφορικά με την ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος, η πολιτική η οποία εφαρμόζεται για την επίτευξη αυτών των στόχων καθώς και η ανάγκη συνεργασίας της Ένωσης και των κρα- τών με τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, ενώ χαράσσεται η πολιτική της Ένωσης στον τομέα, η οποία πρέπει να αποβλέπει σε υψηλό επίπεδο προστασίας και να λαμβά- νει υπόψη την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της Ένωσης, στηριζόμενη στις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης (…). 4 Φυσικά, η πηγάζουσα αοριστία του «υψηλού» επιπέδου προστασίας είναι δύσκολο έως ακατόρ- θωτο να εξειδικευτεί, ώστε να αποκτήσει νομική δεσμευτικότητα σε επίπεδο Ένωσης, γεγονός που οδηγεί στην υιοθέτηση Κανονισμών και Οδηγιών για τη διασφάλιση αυτού του «υψηλού επιπέδου προστασίας». Εν συνεχεία, στο α. 192 ΣΛΕΕ υπογραμμίζεται η νομοθετική διαδικασία η οποία ακολου- θείται για τη θέσπιση, εφαρμογή και χρηματοδότηση των περιβαλλοντικών στόχων. Τέ- λος στο α. 193 ΣΛΕΕ αναφέρεται ότι“Τα μέτρα προστασίας που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 192 δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν και να θεσπίζουν μέτρα ενι- σχυμένης προστασίας. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με τις Συνθήκες και κοι- νοποιούνται στην Επιτροπή”. Επιπροσθέτως, στο α. 3 παρ. 3 ΣΕΕ γίνεται αναφορά στην αειφόρο ανάπτυξη “και το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος”. Ακόμα το ζήτημα της αειφόρου ανάπτυξης αναγράφεται και στο α. 37 του Χάρτη Θεμελιωδών Δι- καιωμάτων“Το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποι- ότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης”. Σε συνέχεια των ανωτέρω, συμπληρώνοντας το πλέγμα των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου περί περιβάλλοντος αξίζει να σημειωθεί η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας α. 4 παρ. 3 ΣΕΕ “Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η Ένωση και τα κρά- τη μέλη εκπληρώνουν τα εκ των Συνθηκών καθήκοντα βάσει αμοιβαίου σεβασμού και αμοιβαίας συνεργασίας”. 5 Η θετική έκφραση της αρχής αυτής εστιάζει στο ότι τα κρά- τη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από τις πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (π.χ. Οδηγία). Η αποθετική έκφραση της αρχής επικε- ντρώνεται στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από την λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης. Εν προκειμένω η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας εφαρμόζεται και με τις δύο εκφράσεις της από τα κράτη μέλη κατά τη διαδικασία ενσωμάτωσης μιας Οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι τα κράτη μέλη εν- σωματώνοντας μια Οδηγία οφείλουν να λαμβάνουν αναγκαία και ενδεδειγμένα μέτρα. 4. Βλ. παρακάτω για την αρχή της προφύλαξης. 5. Supra 1, 201.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=