ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

4 ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ επιστημών αυτών και των ποινικών σπουδών γίνεται όλο και στενή. 8 Ιδιαίτερα μεγάλη εί- ναι η σημασία των επιστημονικών συμπερασμάτων για την δικονομική αξιολόγηση συμπε- ριφορών πριν από τη δίωξη αλλά και για το μετριασμό της ποινής στην επιμέτρηση. 9 Από την άλλη βέβαια πλευρά δεν πρέπει να παρασιωπάται και ορισμένος σκεπτικισμός ειδικά ως προς την αξία των σχετικών επιστημονικών πορισμάτων για τη νομική διάγνωση κανο- νιστικά διηθημένων εννοιών όπως η ευθύνη ή η υπαιτιότητα, 10 ενώ επίσης αμφισβητείται η ταύτιση της εθιστικής συμπεριφοράς με την «αρρώστεια». 11 Ορθά, τέλος, αποκρούεται επίσης η δυνατότητα μιας επιστημονικά επαρκούς αλλά κυρίως βιοηθικά υποφερτής συ- ναγωγής κάποιου «γονιδίου του εγκλήματος» μέσω της (κατ’ αρχήν ίσως χρήσιμης) ανά- λυσης αποθηκευμένων δειγμάτων γενετικού υλικού (DNA). 12 (β). Το έγκλημα ως προϊόν κοινωνικών νομοτελειών ή διεργασιών, που το αναδεικνύ- ουν ως διάφορο της ατομικής ιδιοσυστασίας αυτοτελές κοινωνικό φαινόμενο . Έτσι π.χ. ο Edwin Sutherland μας εξηγεί πώς εγκληματούν «ουσιαστικά» οι υπερ-ατομικές οντότη- τες, όπως οι μεγάλες επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το εάν εμπίπτουν στην λαβίδα του θε- τικού ποινικού νόμου (: «εγκλήματα του λευκού περιλαιμίου», ‘white collar crimes’). 13 Από τον Robert Merton μαθαίνουμε για τις δομικές διαστάσεις της ανομικής συμπερι- φοράς, ειδικά δε ότι η παραβατικότητα είναι ένας παρεκκλίνων τρόπος επίτευξης αποδε- κτών από το κοινωνικό σύστημα σκοπών και αγαθών, ενώ οι «τεχνικές ουδετεροποίησης» (‘neutralization techniques’) των Matza/Sykes εμφανίζουν την παρεκκλίνουσα συμπερι- φορά ως στρατηγική «παρανάγνωσης» του πορώδους ηθικο-νομικού κώδικα της κοινω- νίας. 14 Μάλιστα, ορθά υποστηρίζεται ότι με τις τεχνικές αυτές επιχειρείται η δικαιολόγηση και συλλογικών ή κρατικών εγκλημάτων, ώστε η τελετουργική υπογράμμιση ιστορικών αληθειών ή εγκλημάτων (π.χ. η ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος) να πα- ρίσταται ως αναγκαία ενδυνάμωση της ηθικής γνώσης. 15 Οι σκοπιές αυτές διανοίγουν το 8. Βλ. π.χ. υπέρ της άποψης ότι αυτοί οι παράγοντες είναι λίγο-πολύ σημαντικοί passim: Baker et al. 2009, Baird 2009. Για τη σχέση νευροεπιστημών και ποινικού ελέγχου, βλ. και Jones 2009: passim. 9. Η σημασία αυτή αναδεικνύεται από τους Garland/Frankel 2009: passim. Βλ. ανάλογα και Greely 2009: passim (και ιδίως 171-9). Βλ. τέλος και Williams 2012: 142-80. 10. Βλ. π.χ. passim Kaplan 2009 και Farahany/Coleman 2009. 11. Βλ. π.χ. την κριτική του Morse 2009(a): passim. 12. Βλ. σχετικά Kaye 2009: passim. Κατά μιας προσανατολισμένης στο μέλλον προ-δραστικής θεραπευτι- κής μεταχείρισης και υπέρ της εστίασης στην καταλογιστή πράξη του δράστη στο παρελθόν, η Acorn 2012: passim. 13. Ανδρουλάκης 2006: 13-4, Αλεξιάδης 2011: 38-9, Williams 2012: 65-8. Η πολιτικά ανώριμη πάντως σκέψη του, εμπόδισε τον Sutherland να εμβαθύνει κριτικά στις οικονομικές και πολιτικές αντιφάσεις της φιλελεύθερης δικαιοταξίας. Βλ. επ’ αυτού Βασιλαντωνοπούλου 2014: 46-75. Βλ. και ορισμένους τύπους δράστη στους οποίους αποτυπώνεται το έγκλημα νοούμενο πρώτιστα ως κοινωνικό φαινόμε- νο στον Marquiset 1948: 49-81, 119-24. 14. Βλ. γι’ αυτές τις θεωρίες της κοινωνιολογίας του εγκλήματος αναλυτικότερα σε Williams 2012: 344-50, 363-6. Αν και οMerton εμβαθύνει περισσότερο στις κοινωνικές δομές γύρω και πίσωαπό το δίκαιο, εντο- πίζοντας στο πραγματικό έγκλημα ανορθόδοξη επιδίωξη σκοπών εγγυημένων από το αφηρημένο κοι- νωνικό συμβόλαιο, παραμένει τελικά πολιτικοθεωρητικά ανώδυνος: Βασιλαντωνοπούλου 2014: 75-105. 15. Βλ. σχετικά Thiel 2015: passim.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=