ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

§ Α. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΝΗ 5 κριτικό βλέμμα προς συλλήψεις του πραγματικού εγκλήματος που παύουν πλέον να εστι- άζουν επιστημολογικά στην οντολογική πρωταρχία μιας εξατομικευμένης διαπροσωπικής σχέσης δράστη και θύματος και αξιοθεωρητικά στην πρωταρχία της κατεστημένης κοινω- νικής ηθικής και των αξιολογήσεών της. Μια πολύ κατατοπιστική εκδοχή αναστοχασμέ- νου κοινωνιοκεντρισμού ως προς την παραβατικότητα συνιστά η εγκληματολογική προ- σέγγιση για τον «φορέα κοινωνικής δράσης» (‘acteur social’), που εμπλουτίζεται και από γνωστικά πεδία όπως η θεωρία των κοινωνικών διαντιδράσεων, η ψυχανάλυση, η μέθο- δος της αποδόμησης κλπ. 16 Μόνο στο πλαίσιο αυτών των ορίων που χαράσσουν οι παραδοχές περί ατομικώς δρώντος και πρωτοκαθεδρίας της τρέχουσας επίσημης κοινωνικής ηθικής μπορούσε και εξακολου- θεί να μπορεί η παραδοσιακή εγκληματολογική προσέγγιση του πραγματικού εγκλήματος να ανάγεται σε αυτό ως «επικίνδυνα αντικοινωνική δράση». Η επικινδυνότητα όμως είναι μια έννοια αμφίβολης αναλυτικής αξίας, δυσχερώς προγνώσιμη ακόμη και ατομικά-κλι- νικά (ουσιαστικά δε ανεπίδεκτη πρόγνωσης σε αφηρημένο-λογιστικό πλαίσιο) και δυνά- μει αντικείμενη στο Σύνταγμα αλλά και στο ίδιο το δικαιοκρατικό και φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο, νοούμενο ως δίκαιο πρώτιστα της πράξης και όχι του δράστη. 17 Ως γενικευμένος στόχος της αντεγκληματικής πολιτικής προωθεί την ιδέα της ανάγκης προληπτικής ποινι- κοποίησης αντικοινωνικοτήτων και αταξιών (‘incivilities’), κάτι που μπορεί να ευνοεί ένα κατασταλτικό αυταρχισμό, στο πλαίσιο του οποίου το ποινικό σύστημα θα χρησιμεύει ως μοχλός άσκησης πολιτικής εν μέσω κενών πολιτικής νομιμοποίησης και έντονων κοινω- νικών ανισοτήτων. 18 Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας εκτροπής της κοινωνιοκεντρικής θε- ώρησης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς αποτελεί η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας 16. Βλ. αναλυτικά γι’ αυτά passim Νικολόπουλο 1989. Μια τέτοια κοινωνιοκεντρική προσέγγιση που ανα- δεικνύει ιδίως την παραγωγή νοήματος δια μέσου επικοινωνικών διεργασιών τοπικού χαρακτήρα, βλ. σε Houchon 1990-92: passim. Τη σύγχρονη επανεστίαση του εγκληματολογικού βλέμματος στο δρά- στη, δεν θεωρεί αναβίωση θεωριών του εγκληματούντος ατόμου, π.χ. λομπροζιανού τύπου, ο Kaiser 1997: passim (και ειδικά 374-5). 17. Βλ. π.χ. Αλεξιάδη 2011: 42-4. Για την επικινδυνότητα της «επικινδυνότητας» ιδίως για την ίδια τη ζωή του καταδίκου στο βορειοαμερικανικό κοινοδίκαιο που απειλεί ακόμη τη θανατική ποινή και την κρι- σιμότητα της επιστημονικής της διάγνωσης, βλ. passim και Dix (1977), Shapiro 2008. Βλ. για την επι- κινδυνότητα ως αντιστροφή του «μέσου συνετού» κοινωνού του δικαίου και για την από κοινού κρι- τική θεώρησή τους ως ρητορικών σχημάτων Φυτράκη 2007: passim. Λόγω της ανασφάλειας δικαίου που τη συνοδεύει προτείνει τη βαθμιαία φυγή από την έννοια της επικινδυνότητας προς αυτές της θε- τικής ειδικής πρόληψης και της κοινωνικής ανάπτυξης, ο Μαγγανάς 1999: passim και ιδίως 1010-6. Υπέρ της (στηριγμένης στη σημασία της κοινωνικής σχέσης για την κατανόηση του εγκλήματος) απο- δόμησης της έννοιας της ατομικής επικινδυνότητας, βλ. Νικολόπουλο 2003: passim. Βλ. για την έννοια της επικινδυνότητας, βλ. passim και Favard 2011, Πανούση 1988(β). Την επικινδυνότητα συνάπτει με την έννοια του «εχθρού» (περί του οποίου βλ. κατωτέρω υπό Α. 4. 3. 2. στ) ο Χουλιάρας 2015(α): passim (και ιδίως 1350 κ. επ.). Για το απολύτως ακροσφαλές της φερόμενης γονιδιακής-νευρωνικής στήριξης της έννοιας της επικινδυνότητας, αλλά και τον δυνάμει φυλετισμό που εγκυμονεί ο αναγωγι- σμός στη γενετική, βλ. passim και Beecher-Monas/Garcia-Rill 2009, Rothenberg/Wang 2009. Για την επικινδυνότητα συνολικά υπό σύγχρονη εγκληματολογική-ποινολογική έποψη, βλ. αναλυτικά Γιαν- νούλη 2017: passim, αλλά και passim Γασπαρινάτου 2020(β). 18. Βλ. π.χ. Ζαραφωνίτου 2004: passim, Williams 2012: 206-24. Για τις διάφορες μορφές κοινοτικά εστι-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=