ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
6 ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ των πολιτικών, η οποία συχνά αντί να αντιμετωπίζεται στις διαστάσεις της, 19 προσφέρεται ως όχημα ενίσχυσης ενός επικίνδυνου «ποινικού λαϊκισμού» . Από την άλλη πάλι πλευ- ρά, η κοινωνική εστίαση στον περί πραγματικού εγκλήματος λόγο μπορεί να προσφέρει το έναυσμα για μια κοινωνιοκεντρική θεώρηση της ίδιας της θεσμικής αντίδρασης στο (νο- μικό) έγκλημα, επιτρέποντας έτσι κάποια αξιοποίηση του «δημοσίου αισθήματος» όπου αυτό θα ήταν χρήσιμο, όπως στην επιμέτρηση. 20 Στην κοινωνική μηχανική και τους κανόνες της στηρίζεται και το εξηγητικό μοντέλο του Charles Tittle περί «ισομέρειας ελέγχου» (‘Control Balance’). Κατ’ αυτό η απόκλιση είναι προϊόν διαταραχής αυτής της ισορροπίας ασκούμενου και υφιστάμενου ελέγχου, ώστε εντεύθεν κακείθεν ενός νοητού συνεχούς η αποκλίνουσα συμπεριφορά σηματοδοτείται ως προς τον δρώντα είτε ως καταπίεση συνεπεία ελλείμματος ελέγχου είτε ως αυτονομία συνεπεία πλεονάσματός του. 21 (γ). Το έγκλημα ως κοινωνική βλάβη (‘social harm’) . Πρόκειται για μια κοινωνιολογική, πολιτικά ευαισθητοποιημένη προσέγγιση που, αξιοποιώντας τα πορίσματα της κριτικής εγκληματολογίας, αμφισβητεί τις κλασικές έννοιες περί εγκλήματος ως οντολογικού μεγέ- θους, την παραδοσιακή εγκληματολογία και την εστιάζουσα στο άτομο θεώρηση της πα- ραβατικότητας. Χωρίς ούτε κατ’ ελάχιστον να μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει ήδη ένα ικανοποιητικά οριοθετημένο εννοιολογικό περίγραμμα του όρου, οι θεωρίες της «κοινω- νικής βλάβης» επιχειρούν πάντως να αναδείξουν το κοινωνικό νόημα, την ένταση και την έκταση σωματικών, ψυχικών και πολιτισμικών προσβολών. Διευρύνοντας την έννοια της προσβολής αγαθών πέραν του νομικού εγκλήματος και της διαχείρισής του, επιχειρούν την υπέρβαση του λόγου του ποινικού δικαίου υιοθετώντας μια «ζημιολογική» (‘zemiology’) σκοπιά. Το κριτικό τους πνεύμα τις φέρνει κοντά στον καταργητισμό. 22 (δ). Το έγκλημα ως κοινωνικό και πάλι φαινόμενο, αλλά τώρα ειδικότερα ως προϊόν συμ- βολικών διαντιδράσεων (‘symbolic interactionism’). Αυτές παράγουν ένα κυρίαρχο νόη- μα περί του τι οφείλουμε να κατανοούμε ως έγκλημα. Σύμφωνα με ορισμένη «νομιναλιστι- ασμένης εκτίμησης-πρόληψης καταστάσεων που καθιστούν τα πρόσωπα ευεπίφορα στο έγκλημα, βλ. Lambropoulou 2018: passim. 19. Βλ. π.χ. Spinellis 2001(b): passim. 20. Βλ. επ’ αυτού Roberts 2011: passim (και ιδίως 14-22). 21. Βλ. αναλυτικά Κρανιδιώτη 2000: passim. Για τις θεωρίες του ελέγχου και ειδικά του Tittle, βλ. και Williams 2012: 372-84. 22. Βλ. ενδεικτικά Hillyard/Tombs 2007: 16-23, Βασιλαντωνοπούλου 2014: 423-36. Την «ζημιολογική» προσέγγιση του εγκλήματος ως συνάρθρωσης συστημικών λειτουργιών και καθημερινής θυματοποί- ησης, συνάρθρωσης που υποβάλλεται σε κριτική του κεφαλαιοκρατικού τρόπου οργάνωσης της κοι- νωνίας υπό κριτική εγκληματολογική έποψη, βλ. σε: Boukli/Kotzé 2018: passim. Μια ιστορική παρου- σίαση της ζημιολογικής σκοπιάς που, αφορμώμενη από εκείνες τις ομάδες που βιώνουν εντονότερα την κοινωνική βλάβη, συνδέεται με ένα ριζοσπαστικό αίτημα κοινωνικής αλλαγής, βλ. σε: Canning/ Tombs 2021: passim. Για την υπό την έποψη της κοινωνικής βλάβης προσέγγιση της διεθνούς εται- ρικής εγκληματικότητας από την «υπερεθνική εγκληματολογία» (‘supranational criminology’) και τα προβλήματα εναρμόνισης των σχετικών εννοιών με το νομικό έγκλημα, βλ. Αγγελή 2018: passim.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=