ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

10 ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ (ζ). Ιδιαίτερης υπόμνησης χρήζει εν προκειμένω το σύνολο των φεμινιστικών θεωριών περί δικαίου. Οι θεωρίες αυτές συχνότατα προσφέρουν εξαιρετικές διοράσεις για την «κρυφή» φύση ορισμένων εγκλημάτων και τους λόγους επιλεκτικής αντιμετώπισης δρα- στών και θυμάτων από τους θεσμούς εφαρμογής του νόμου. Οι θεωρίες δείχνουν αρκετά πειστικά ότι η διαφορική μεταχείριση πράξεων και εμπλεκομένων προσώπων (δραστών ή θυμάτων) είναι ανάλογη προς την έμφυλη θέση των συμμετεχόντων στη λειτουργία του δικαιικού συστήματος. Δείχνουν επίσης την κρυφή ανοχή ή και επικρότηση της έμφυλης βίας από την εμποτισμένη με ιδεώδη «αρρενωπότητας» και ομοφοβίας «κανονική» κοινω- νία, όπως αποκαλύπτουν μεταξύ άλλων φαινόμενα όπως η παρενόχληση, η βία στην οικο- γένεια ή στο σχολείο κλπ. Τέλος, δείχνουν την ανδροκρατική προαντίληψη στην κατασκευή μορφών άρσης ή μείωσης της ποινικής ευθύνης, όπως η άμυνα, η κατάσταση ανάγκης ή ο βρασμός ψυχικής ορμής (βλ. αναλυτικότερα επ’ αυτών κατωτέρω υπό Θ. 6. 2. γ και Θ. 7. 1. ε). 38 Η καθαρότητα της φεμινιστικής ματιάς έχει πάντως εν πολλοίς πλέον «θολώσει», καθώς από ελευθεριακές και μετανεωτερικές, ελλειμματικής ωστόσο επιχειρηματολογικής συνοχής, θέσεις, ασκείται μια επιθετική κριτική στον κλασικό ηθικο-πολιτικά στρατευμένο φεμινισμό, που καταλήγει π.χ. στην απενοχοποίηση φαινομένων όπως η πορνογραφία. 39 Προς την έννοια του πραγματικού εγκλήματος στοιχούνται οι εγκληματολογικές έννοι- ες της εγκληματικότητας, δηλαδή της εμπειρικά διαπιστώσιμης έκτασης των εγκλημά- των κατά τόπο, χρόνο και κοινωνικό πεδίο εκδήλωσης, αλλά και της διάκρισής της σε εμφανή, περιελθούσα στην επίσημη γνώση των αρχών από την εμπλοκή της με τους ποι- νικούς θεσμούς (και περαιτέρω υποδιαιρούμενη για τη στατιστική της μέτρηση σε δια- πιστούμενη από τα δικαστικά αρχεία και σε δήλη, εξαγόμενη από τα αστυνομικά αρχεία) και σε αφανή εγκληματικότητα, μη εμφανιζόμενη σε επίσημα αρχεία λόγω μη αποκάλυ- ψής της ή μη καταγγελίας της. Στόχος αυτών των εννοιών είναι η μέτρηση της εγκλημα- τικότητας βάσει των αντίστροφα ανάλογων δεικτών της έκτασής της και του βαθμού της δημόσιας ασφάλειας από το έγκλημα, η αποτύπωση της οικονομικής βλαπτικότητας της εγκληματικότητας και η παροχή δυνατοτήτων επιστημονικής πιθανολόγησης της μελλο- ντικής εξέλιξής της. 40 λόγω της παράβλεψης του οργανωσιακού-υπερατομικού της χαρακτήρα από την προ-κριτική εγκλη- ματολογία, βλ. Χουλιάρα 2019: passim (και δη 74 κ. επ.). Για το ότι το «συστημικό» έγκλημα μπορεί να αποτελέσει τρόπο εν τοις πράγμασιν διακυβέρνησης , βλ., με αφορμή τη νομιμοποίηση εγκλημα- τικών προσόδων (το λεγόμενο «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»), Βασιλαντωνοπούλου 2019: passim (και δη 263 κ. επ.). 38. Βλ. π.χ. Herring 2020: 54-8, Loveless/Allen/Derry 2020: 7, Naffine 2019: passim, Tulkens 2003: 1424- 8, Klein and Chancer 2006: passim, Williams 2012: 523-46, Howe and Alaattino ğ lu 2020: passim, Πα- παχαραλάμπους 2018: passim. Βλ. επίσης Αποσπόρη 2009: passim. Μια αναλυτική ανάπτυξη της έμ- φυλης προβληματικής στο ποινικό δίκαιο στα θέματα του ψυχικού βρασμού, της αυτοάμυνας ή του βιασμού, βλ. ακόμη και σε Baron 2011: passim. Για την έμφυλη διάσταση του περί τον ψυχικό βρα- σμό δικαίου, βλ. και Wells 2000: 91-5. 39. Βλ. π.χ. σε Ploscowe 1994: passim. Πρβλ. κριτικά σε αυτά Παπαχαραλάμπους 2018: 125. 40. Βλ. σχετικά Αλεξιάδη 2011: 114-43.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=