Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Πρόλογος IX οργανισμών), κατά των οποίων είναι δυνατό να ασκηθεί προσφυγή σε δικαστήριο, το έν- νομο συμφέρον ή το αναγνωρισμένο δικαίωμα που απαιτείται για την προσφυγή στη δι- καιοσύνη, η έκταση και η πυκνότητα του δικαστικού ελέγχου, δηλαδή αφενός οι πράξεις και παραλείψεις που υπόκεινται σε δικαστική προσφυγή και αφετέρου ο βαθμός μέχρι του οποίου εισχωρεί ο δικαστικός έλεγχος ή, αντιστρόφως, το πεδίο που διαφυλάσσεται στην ανέλεγκτη εκτίμηση της διοικητικού οργάνου, η εξασφάλιση της δυνατότητας προσωρι- νής δικαστικής προστασίας, ο εύλογος χρόνος για την έκδοση της δικαστικής απόφασης, το κόστος που απαιτείται για την επιδίωξη δικαστικής προστασίας και η τυχόν πρόβλεψη για παροχή νομικής βοήθειας. Με βάση σχετικές διατάξεις προγενέστερων της Σύμβασης περιβαλλοντικών Οδηγιών είχε διαμορφωθεί νομολογία του ΔΕΕ, αλλά και του τότε Πρωτοδικείου (ήδη Γενικού Δικα- στηρίου) σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και συμμε- τοχής σε σχετικές διαδικασίες. Στο βιβλίο εξετάζεται ο βαθμός της επίδρασης που άσκη- σαν στη νομολογία των ευρωπαϊκών αυτών δικαστηρίων η ίδια η Σύμβαση του Aarhus, αλλά και τα πορίσματα της Επιτροπής Συμμόρφωσης που έχει συσταθεί με βάση τη Σύμ- βαση για την παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της και την έκδοση σχετικών επιση- μάνσεων και κατευθύνσεων. Η εξέλιξη της νομολογίας αυτής περιγράφεται με σαφήνεια και με κριτικό πνεύμα στο βιβλίο, στο οποίο γίνεται συχνά αναφορά και στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα. Επισημαίνονται, με παραπομπή σε συγκεκριμένες αποφάσεις, η συνέ- πεια αλλά και οι παρατηρούμενες μεταβολές στην ευρωπαϊκή και στην εθνική νομολογία στο πλαίσιο του πολυεπίπεδου συστήματος απονομής δικαιοσύνης που ισχύει στην Ευ- ρωπαϊκή Ένωση και καταγράφεται η προσπάθεια εξισορρόπησης και εναρμόνισης αφε- νός της αρχής της επικουρικότητας και της αυτονομίας των κρατών - μελών στα θέματα απονομής της δικαιοσύνης και αφετέρου της υπεροχής του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαί- ου και της αρχής της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κανόνων του, ενόψει και του δι- καιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιω- μάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την παράθεση της νομολογίας αυτής συνάγεται ότι η αρχή της θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών – μελών υπόκειται σε ση- μαντικούς περιορισμούς, οι οποίοι καθίστανται εμφανείς στις υποθέσεις με αντικείμενο της πρόσβαση στη δικαιοσύνη για θέματα περιβαλλοντικού δικαίου, και όχι μόνο. Παράλ- ληλα με την αναλυτική παρουσίαση των αποφάσεων των περιφερειακών ευρωπαϊκών δι- καστηρίων, ΔΕΕ και ΕΔΔΑ, παρατίθεται και νομολογία των εθνικών δικαστηρίων πολλών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βεβαίως πλούσια, θα έλεγα εξαντλητική, νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, κατά βάση του Συμβουλίου Επικρατείας στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν κατά κύριο λόγο οι υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτουν τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο της μονογραφίας. Από τη νομολογία των ευρωπαϊκών και εθνικών δικαστηρίων, όπως παρουσιάζεται στο βι- βλίο, συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα ότι, παρά την απουσία γενικών ενω- σιακών δικονομικών κανόνων για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, και ειδικότερα για την

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=