ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
a bon droit A.R. 4 a bon droit (επίρρ.) ευλόγως, δικαίως (γαλλικό δίκαιο). Abond (ή B, C bond κ.λπ .) (ή series bond ή serial bond) (ουσ.) έκδοση ομολογίας σε σειρές, κάθε μια εκ των οποίων παίρνει από ένα διακριτικό γράμμα A, B, C κ.λπ . και προσφέρεται στο κοινό σε διαφορε- τικές ημερομηνίες (βλ. Α ). A/C, a/c (σύντμηση) λογαριασμός (ac- count), τρεχούμενος λογαριασμός (ac- count current). a cancellando (λατ.) από το να ακυρωθεί / ματαιωθεί. a cancellis (λατ.) ο καγκελάριος, αξιωμα- τούχος που ασκούσε τα καθήκοντά του πίσω από κάγκελα. a cancellis curiae explodi (λατ.) το να αποβάλλεται κάποιος από την αίθουσα του δικαστηρίου. a cause de (γαλλ.) για τον λόγο αυτό. a contrario argument (λατ.) επιχείρημα εξ αντιδιαστολής. a contratio sensu (λατ.) εξάλλου, αντι- θέτως. a dato (λατ.) από την ημερομηνία. a die confectionis (λατ.) από την ημέρα της πράξης, της κατάρτισης της σύμβα- σης. a die datus (λατ.) από αυτήν την ημέρα δίδεται (διάταξη μισθωτηρίου που προ- βλέπει την έναρξη της μίσθωσης). a fine force (λατ.) από καθαρή αναγκαι- ότητα. a fortiori (επίρρ. λατ.) κατά μείζονα λόγο, πολύ περισσότερο, τοσούτω μάλλον, για πιο ισχυρούς λόγους. a gratia (λατ.) ex gratia, εθελούσιος, από χαριστική αιτία, λ.χ. εθελούσια παρο- χή εργοδότη προς εργαζόμενο χωρίς να υφίσταται ή να θεμελιώνεται νομική υπο- χρέωση του παρόχου. a huis clos (επίρρ.) κεκλεισμένων των θυ- ρών (συν. in camera). a latere (λατ.) εκ πλαγίου (διαδοχή). a manibus (λατ.) βασιλικός αντιγραφέας χειρογράφων, νομοδιδάσκαλος. a manu servus (λατ.) γραμματέας. a maximis ad minima (λατ.) εκ του μεί- ζονος τεκμαίρεται το ελάχιστο, εκ του μείζονος το έλασσον. a me (λατ.) από εμένα. a multo fortiori (λατ.) με διαφορά ο βα- σικότερος λόγος, ο ισχυρότερος λόγος, η βασικότερη αιτία. a posteriori (λατ.) επαγωγικώς εκ των αποτελεσμάτων προς τα αίτια, εκ των υστέρων. à prendre (γαλλ.) για λήψη, για κατάσχε- ση, πρόκειται για θεσμό ανάλογο της δουλείας (οδού κ.λπ. ), βλ. και profit à prendre. a priori (λατ.) εκ των προτέρων, απαγωγι- κώς, εκ του γενικού προς το ειδικό. a quo (λατ.) από τον οποίο. a rubro ad nigrum (λατ.) μετάβαση από τον τίτλο του νόμου που εκτυπωνόταν με κόκκινα γράμματα στο περιεχόμενο του νόμου που εκτυπωνόταν με μαύρα γράμματα (κατά λέξη: «από το κόκκινο στο μαύρο»). A shares (ουσ.) μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου. A.D. (σύντ.) Anno Domini, Έτος Κυρίου (μετά Χριστόν). a.m. (σύντ.) ante meridiem, προ μεσημ- βρίας, π.μ. Βλ. λ. p.m. A.R. (λατ., συντ.) Anno Regni, στο έτος βασιλείας, λ.χ. A.R.V.R. 22 σημαίνει
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=