ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

AA ab antiquo 5 A Anno Regni Victoriae Reginae vicesimo secundo, στο εικοστό δεύτερο έτος της βασιλείας της Βασίλισσας Βικτωρίας. AA (σύντ.) 1. βλ. Affirmative Action. 2. al- ways afloat , συνεχώς εν πλω. Όρος ναυ- λοσυμφώνου που προβλέπει ότι το πλοίο θα βρίσκεται πάντα εν πλω, θα πλέει συ- νεχώς είτε είναι σε λιμάνι είτε στην ανοι- κτή θάλασσα σε όλη τη διάρκεια ισχύος του ναυλοσυμφώνου, και ότι το πλοίο δε θα προσεγγίσει σε λιμάνια ή σημεία φόρτωσης / εκφόρτωσης όπου τα νερά είναι αβαθή ή ο βυθός λασπώδης και κιν- δυνεύει να προσαράξει ή να αγγίξει τον βυθό κατά την διαδικασία φόρτωσης και εκφόρτωσης. 3. (σύντ.) Alcoholics Anon- ymous , Ανώνυμοι Αλκοολικοί AAA (σύντ.) 1. Αμερικανική Ένωση Δι- αιτησίας (American Arbitration Asso- ciation) (ΗΠΑ). 2. Αμερικανική Ένωση Λογιστών (American Accounting Associ- ation). 3. Αμερικανική Ακαδημία Αναλο- γιστών Ασφαλιστικών Εταιρειών (Amer- ican Academy of Actuaries). 4. Νόμος Αγροτικών Ρυθμίσεων (Agricultural Ad- justment Act). 5. Χαρακτηρισμός πι- στοληπτικής ικανότητας επιχειρήσεων, εταιρειών, ομολογιών, κ.λπ ., υψηλής φε- ρεγγυότητας. Γνωστό και ως τρία άλφα (triple “a”). 6. Αμερικανική Ένωση Δια- φημιστών (American Advertising As- sociation). 7. Αμερικανική Ακαδημία Διαφημιστών (American Academy of Ad- vertising). 8. Αμερικανική Ένωση Αυτοκι- νητοβιομηχανιών (American Automobile Association). AAAA (σύντ.) Ένωση Αμερικανικών Δια- φημιστικών Εταιρειών (American Associ- ation of Advertising Agencies). AAAA Spot Contract συμβόλαιο αγο- ράς τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού δια- φημιστικού χρόνου με τυποποιημένους όρους που έχουν καθορισθεί από την ΑΑΑΑ (βλ. όρο ΑΑΑΑ ). AAC (σύντ.) Έτος π.Χ. (AnnoAnteChristum). AACB (σύντ.) Ένωση Αφρικανικών Κεντρι- κών Τραπεζών (Association of African Central Banks). AACN (σύντ.) Έτος γέννησης π.X. (Anno Ante ChristumNatum). AAD (σύντ.) Με έκπτωση (at a discount). AALS (σύντ.) Ένωση Αμερικανικών Νομι- κών Σχολών (Association of American Law Schools). AAMS (σύντ.) Associated African States and Madagascar , ΕΑΚΜ Ένωση Αφρι- κανικών Κρατών και Μαδαγασκάρης. AAMS countries, χώρες της ΕΑΚΜ. AAR (σύντ.) Κατά παντός κινδύνου, έναντι όλων των κινδύνων (against all risks). Βλ. all risks insurance . AB (σύντ.) able-bodied seaman. Έμπει- ρος, ικανός για ναυτολόγηση επαγγελ- ματίας ναυτικός. Ab (λατ.) Από, δια, του. ab actis (λατ.) Ρωμαϊκό δίκαιο: αξιωμα- τούχος αρμόδιος για τα δημόσια αρχεία (acta), μητρώα, περιοδικά, ή πρακτικά, δικαστικός υπάλληλος, συμβολαιογρά- φος. ab agendo (λατ.) Ανίκανος για δικαιοπρα- ξία, χωρίς ικανότητα για σύναψη συμβά- σεων ή συναλλαγές οιουδήποτε είδους. ab ante (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: πριν, προ- καταβολικά, εκ των προτέρων. ab antecedente (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: πριν, προκαταβολικά, εκ των προτέρων. ab antiqua (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: Από τους αρχαίους χρόνους. ab antiquo (επίρρ.) (λατ.) Ιστορικά: Από τους αρχαίους χρόνους.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=