ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

ab epistolis abandonee 6 ab epistolis (λατ.) αξιωματούχος που δια- τηρούσε την αλληλογραφία για ανώτερο, γραμματέας. ab extra (λατ.) από έξω, πέραν από. ab inconvenienti (λατ.) από ταλαιπωρία ή ενόχληση. ab initio (επίρρ.) εξ αρχής, αναδρομικώς. ab intestato (λατ.) εξ αδιαθέτου (κληρο- νομική διαδοχή), όχι εκ διαθήκης. ab invito (λατ.) από ένα μη πρόθυμο μέ- ρος, εναντίον της επιθυμίας κάποιου. ab irato (λατ.) από θυμό. ab olim (λατ.) παλαιού, παλαιάς. ab urbe condita (λατ.) από την ίδρυση της πόλης (της Ρώμης), συνήθως χρησι- μοποιείται ως συντομογραφία 23 A.U.C. που σημαίνει 23 έτη από την ίδρυση της Ρώμης. ABA 1. Ένωση Αμερικανικών Δικηγορικών Συλλόγων (American Bar Association). 2. Ένωση Αμερικανικών Τραπεζών (Ameri- can Bankers Association). abacinate Τυφλώνω κάποιον με την το- ποθέτηση καυτού σίδερου ή μεταλλικής πλάκας μπροστά στα μάτια του. abact (ρ.μ.) κλέβω κτήνη, αποσπώ, υφαρ- πάζω βιαίως κινητή περιουσία. abacted (επίθ.) υφαρπαγείς. abaction (ουσ.) βίαια απόσπαση, ζωοκλο- πή (αγελάδων). Βλ. abigeatus. abactor (ουσ.) ο κλέφτης αγελάδων ή άλ- λων περιουσιακών στοιχείων. abactors’ offences , εγκλήματα κατά των προσωπι- κών στοιχείων κάποιου. βλ. abigeus . ABACUS Ηλεκτρονικό σύστημα για κρα- τήσεις εισιτηρίων κ.λπ. που δημιουργή- θηκε από τις εταιρείες Cathay Pacific και Singapore Airlines. Πρβλ. AMADEUS, GAL- ILEO και SABRE . abaft (επίρρ.) πίσω, προς την πρύμνη, στο πίσω μέρος. abalienate (ρ.μ.) απαλλοτριώνω, εκποιώ περιουσιακά στοιχεία. abalienate prop- erty for public benefit, απαλλοτριώνω ακίνητα προς όφελος του δημοσίου. ab- alienate res, απαλλοτριώνω το πράγμα. abalienation (ουσ.) απαλλοτρίωση, εκ- ποίηση. abalienation as a process to eminent domain , διαδικασία αναγκαστι- κής απαλλοτρίωσης. abalienation of en- cumbered property, εκποίηση περιουσί- ας μετά βαρών. abamita (λατ.) Η προ-προ-προ θεία (βλ. abmatertera ). abandon (ρ.μ.) 1. εγκαταλείπω. abandon a child, εγκαταλείπω τέκνο, αφήνω έκθε- το τέκνο. abandon a distressed seaman overboard, εγκαταλείπω ναυτικό στη θά- λασσα. 2. υποχωρώ, αποξενώνομαι, πα- ραιτούμαι από το δικαίωμα διεκδική- σεως εκ των υστέρων. abandon a case, παραιτούμαι από δικαστική υπόθεση. abandon a claim, παραιτούμαι από απαί- τηση. abandon a complaint, παραιτού- μαι (άνευ σπουδαίων λόγων) της αγω- γής. abandon an appeal, παραιτούμαι από έφεση. abandon an easement, πα- ραιτούμαι δουλείας. abandon ship drill, γυμνάσια εγκατάλειψης πλοίου. abandoned (επίθ.) αδέσποτος, εγκαταλε- λειμμένος, έκθετος, οτιδήποτε εγκατα- λείπεται. abandoned new-born infant, εγκαταλελειμμένο βρέφος. abandoned take off, ματαιωθείσα απογείωση. aban- doned property, εγκαταλελειμμένη πε- ριουσία. abandonee (ουσ.) εκδοχέας, άτομο υπέρ του οποίου γίνεται η εγκατάλειψη, ο υπέρ ου η εκχώρηση, δικαιούχος εκχώρησης (ασφαλιστής). abandonee subrogated

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=