ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

abandonment abavia 7 A to the rights of insured, υποκατάσταση ασφαλιστή στα δικαιώματα του ασφαλι- σμένου. abandonment (ουσ.) 1. εγκατάλειψη. abandonment as ground for divorce, εγκατάλειψη ως λόγος διαζυγίου. mali- cious / wilful abandonment, κακόβουλη εγκατάλειψη, βλ. και desertion . 2. το αδί- κημα της εγκατάλειψης ανηλίκου κάτω των 16 ετών από τον γονέα ή τον κηδε- μόνα του. 3. Παραίτηση, εκούσια εγκατά- λειψη πράγματος ή δικαιώματος, χωρίς πρόθεση επαναδιεκδίκησης. abandon- ment of action, εγκατάλειψη (παραίτη- ση) αγωγής. 4. εγκατάλειψη δικαιώματος προαίρεσης (option) για αγορά ή πώλη- ση μετοχών. 5. (θαλ. ασφαλ.) εγκατάλει- ψη ασφαλισμένου πράγματος του οποί- ου η αποκατάσταση είναι αδύνατη ή ασύμφορη, ύστερα από σχετική δήλω- ση του ασφαλισμένου προς τον ασφα- λιστή. abandonment of a ship, εγκατά- λειψη πλοίου. abandonment of a cargo, εγκατάλειψη φορτίου. notice of aban- donment, δήλωση εγκατάλειψης στον ασφαλιστή με συνέπεια την κατά νομικό πλάσμα ολική απώλεια (constructive to- tal loss) και την περιέλευση της κυριότη- τας του ασφαλισμένου πράγματος στον ασφαλιστή. 6. (ποιν.) βλ. renunciation . 7. (πτωχ.) η εγκατάλειψη με δικαστική από- φαση από τον σύνδικο πτώχευσης περι- ουσιακού στοιχείου που είναι βεβαρη- μένο ή ευτελούς αξίας ή η εγκατάλειψη στον οφειλέτη μη χρησιμοποιηθέντος περιουσιακού στοιχείου μετά το κλείσι- μο της υπόθεσης. abandum (ρ.) (λατ.) Ιστορικά: το πράγμα που έχει κατασχεθεί. abarnare (ρ.μ.) (λατ.) Ιστορικά: αποκαλύ- πτω άγνωστο έγκλημα. abase (ρ.μ.) υποτιμώ, υποβιβάζω σε βαθ- μό ή σε εκτίμηση. abatable (επίθ.) αποκαταστάσιμος. abat- able nuisance, προσβληθείσα και απο- καταστάσιμη νομή. abatable tax, φόρος δυνάμενος να μειωθεί. abatamentum (λατ.) βλ. abatement abate (ρ.μ.) 1. ελαττώνω, μειώνω, μειώ- νομαι, μετριάζω. 2. καταργώ, τερματίζω, ακυρώνω, αποκαθιστώ. 3. αίρω την προ- σβολή. abate a nuisance, αίρω την προ- σβολή επί της νομής. action to abate a nuisance, αγωγή για την άρση της προ- σβολής ή της διατάραξης της νομής. 4. υποτιμώ, υποβιβάζω, υποβιβάζομαι. abatement (ουσ.) 1. ελάττωση, μετρια- σμός, μείωση ή απαλλαγή από φόρο που λογίστηκε αλλά δεν έχει καταβληθεί ακό- μα. 2. αναλογική μείωση των απαιτήσε- ων όλων των πιστωτών σε περίπτωση αδυναμίας του οφειλέτη για πλήρη ικα- νοποίηση όλων. abatement clause, ρή- τρα απαλλαγής, διάταξη μισθωτηρί- ου που απαλλάσσει τον μισθωτή από την υποχρέωση καταβολής του μισθώ- ματος σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας. abatement of an action, απόρριψη δια- δικασίας εκδίκασης αγωγής εκ του νό- μου, λόγω μεταβολής του έννομου συμ- φέροντος ή της κατάστασης των μερών (π.χ. θάνατος, χρεοκοπία) κατά τη διάρ- κεια της δίκης. abatement of a nuisance, άρση προσβολής της νομής ή όχλησης. abatement of purchase money, μείωση του τιμήματος πωλήσεως. abatement of taxes, φορολογική μείωση. abator (ουσ.) ο αποκαταστήσας την προ- σβεβλημένη νομή. abatuda (λατ.) μείωση πράγματος, έκπτω- ση (moneta abatuda) abavia (λατ.) η προ-προγιαγιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=