ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
abavunculus abduct 8 abavunculus (λατ.) ο προ-προ-προ θείος (αναφέρεται και ως avunculus maximus), βλ. abpatruus . abavus (λατ.) ο προ-προ παππούς. abbacy (ουσ.) η δικαιοδοσία του ηγουμέ- νου. abbess (ουσ.) ηγουμένη σε μοναστήρι γυ- ναικών. abbey (ουσ.) αββαείο, μοναστήρι που δι- οικείται από ηγούμενο ή μοναστήρι γυ- ναικών (convent) που διοικείται από ηγουμένη. abbey land (ουσ.) (ιστ.) μοναστηριακά ακίνητα, ακίνητα που ανήκουν σε μονα- στήρι με περιορισμένη δυνατότητα με- ταβίβασης, βλ. amortize, deadhand con- trol, mortmain . abbot (ουσ.) ηγούμενος. abbreviate (ρ.μ.) συντομεύω, συντέμνω. abbreviated term sheet βλ. term sheet. Abbreviatio Placitorum (λατ.) περίλη- ψη υποθέσεων βάσει των πρακτικών των δικαστηρίων και της Βουλής από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα που συνετάχθη τον 17ο αιώνα και εκδόθηκε το 1811 από τον Arthur Agarde, Υπουργό Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου. abbreviation (ουσ.) σύντμηση, συντό- μευση, συντομογραφία. abbreviation of a period ( time), σύντμηση προθεσμίας. abbreviator (ουσ.) 1. Κάποιος που συ- ντέμνει, συντομεύει. 2. (εκκλησ. δίκαιο) αξιωματούχος σε δικαστήριο της Ρώ- μης διορισμένος ως βοηθός του αντι- καγκελάριου για να συντάσσει λόγους του Πάπα και να περιορίζει τις αιτήσεις, όταν χορηγούνται, σε κατάλληλη μορφή, ώστε να γίνονται παπικές διατάξεις / πα- πικές βούλες. abbroachment (ουσ.) (ιστ.) προαγορά εμπορευμάτων σε χονδρική τιμή που θα πωληθούν σε λιανική, με σκοπό τον έλεγ- χο της σχετικής αγοράς. ABC test (ουσ.) Ο κανόνας ότι ένας εργα- ζόμενος δεν δικαιούται ασφαλιστικά επι- δόματα ανεργίας αν (Α) είναι ανεξάρτη- τος από τον έλεγχο του εργοδότη, (Β) εργάζεται μακριά από την έδρα του ερ- γοδότη, (C) ασχολείται με το εμπόριο. ABC transaction (ουσ.) (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) Πώληση μεριδίου από έναν ιδιοκτήτη (Α) σε επιχειρηματία (Β) με αντάλλαγμα καταβολή μετρητών και το δικαίωμα για μία ακόμη καταβολή (συ- νήθως μεγαλύτερη) μετρητών όταν αυτό παράγει, μετά την πώληση από τον Α του δικαιώματος για πληρωμή στην εταιρεία (C) που πληρώνει τον Α σε μετρητά δα- νεικά από δανειστή με ενέχυρο στην πληρωμή παραγωγής της εταιρείας C. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα αυτής της συναλλαγής περιορίστηκαν στις ΗΠΑ με τον Νόμο της Φορολογικής Μεταρρύθμι- σης του 1969. abdicate (ρ.μ.) παραιτούμαι (αξιώμα- τος, δικαιώματος, θρόνου), εγκαταλείπω αποποιούμαι. abdicate the responsibil- ity, αποποιούμαι της ευθύνης. abdicate the rights, αποποιούμαι των δικαιωμά- των. abdicate the throne, παραιτούμαι του θρόνου. abdication (ουσ.) παραίτηση από δι- καίωμα, αποποίηση. abdication of office prerogatives, παραίτηση από τα προ- νόμια του αξιώματος. abdication of re- sponsibility, αποποίηση της ευθύνης. abditory (ουσ.) κρησφύγετο, κρυψώνα. abduct (ρ.μ.) απάγω, ενεργώ βίαιη απα- γωγή.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=