ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
abduction abide 9 A abduction (ουσ.) απαγωγή (συν. kidnap- ping). abduction of a minor, απαγωγή ανηλίκου. international child abduc- tion, διεθνής απαγωγή παιδιών (συν. in- ternational parental abduction). invol- untary abduction, ακούσια απαγωγή (με τη βία παρά τη θέληση του ατόμου, είτε ενηλίκου είτε ανηλίκου). voluntary ab- duction, εκούσια απαγωγή (ανηλίκου/- ης χωρίς τη συγκατάθεση γονέων ή κη- δεμόνων του/ της). abductor (ουσ.) απαγωγέας. abearance (ουσ.) συμπεριφορά (συν. behavior, demeanor- που όμως χρησιμο- ποιείται λίγο πια). be of good abearance, έχω καλή διαγωγή. aberrant (επίθ.) που παρεκκλίνει ή απο- κλίνει (συνήθως κατά τρόπο μη αποδε- κτό), παρεκκλίνων, αντικανονικός, ανώ- μαλος, ασυνήθιστος. aberrant behavior (ουσ.) μία πράξη ποι- νικά κολάσιμη που δεν σχεδιάστηκε ή ήταν απερίσκεπτη. Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τέτοιες ποινικές πράξεις επιεικέστερα υπό το φως των κατευθυντηρίων γραμμών για την επιβο- λή ποινών του ποινικού δικαίου σε ομο- σπονδιακό επίπεδο. Παρεκκλίνουσα συ- μπεριφορά. aberration (ουσ.) διάλειψη, διαταρα- χή, εκτροπή, προσωρινή αλλαγή από το συνήθη ή τυπικό τρόπο συμπεριφο- ράς, παρέκκλιση, παρεκτροπή. aberra- tion jactus, αστόχημα βολής. he stole the money in a moment of aberration, έκλεψε τα χρήματα σε μια στιγμή διαλεί- ψεως. mental aberration, διατάραξη συ- νειδήσεως. abesse (λατ.) το να είμαι απών, δικαστικά απών (πρβλ. adesse ). abet (ρ.μ.) υποκινώ, παρακινώ, ενθαρρύ- νω προς διάπραξη αδικήματος, προτρέ- πω. abet the commission of a crime, πα- ρακινώστην τέλεση εγκλήματος. aid and abet sb, γίνομαι υποκινητής κάποιου και συνεργός είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια του εγκλήματος. aiding and abetting, συνέργεια. abetment (ουσ.) ηθική αυτουργία, παρα- κίνηση σε τέλεση εγκλήματος. abettator (λατ.) βλ. abettor . abettor (ουσ.) ηθικός αυτουργός, υποκι- νητής, παραπείσας, συνεργός, συνένο- χος. abettor instigating commission of a crime, ηθικός αυτουργός που παρα- κινεί στην τέλεση εγκλήματος. abettor sentenced with principal’s punishment ( penalty), ηθικός αυτουργός που τιμω- ρείται με την ποινή του αυτουργού. aid- er and abettor, συνεργός. abeyance (ουσ.) εκκρεμότητα, αναστολή. this law is in abeyance, αυτός ο νόμος δεν εφαρμόζεται για την ώρα, βρίσκε- ται σε λανθάνουσα κατάσταση. estate in abeyance, σχολάζων κλήρος, αδιάθετος κλήρος. in abeyance, σε εκκρεμότητα, σε αχρηστία, προσωρινή εκκρεμότητα σε τίτλο κυριότητας ακινήτου. Νομικός όρος που αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία κάποιος τίτλος ιδιοκτη- σίας βρίσκεται σε καθεστώς αμφισβή- τησης της κυριότητας και για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ρύθμιση της αμφισβήτησης αυτής. abide (ρ.μ.) 1. μένω, διαμένω. 2. abide by something, συμμορφώνομαι, ενεργώ συμφώνως προς, αποδέχομαι και τηρώ συμφωνία, παραμένω σταθερός, αμετά- βλητος. abide by a decision, τηρώ, δε- σμεύομαι από μια απόφαση. abide to the laws, συμμόρφωση προς τους νό- μους (του Κράτους). abide the Court
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=