ΑΓΓΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΓΓΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

abiding abnegation 10 decree, εκτελώ δικαστικό βούλευμα. 3. abide the consequences, υφίσταμαι, δέ- χομαι τις συνέπειες. 4. can’t abide sb or sth, αντιπαθώ έντονα κάποιον. 5. (στις ΗΠΑ) το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστα- σης σε οιανδήποτε εκ των 50 πολιτειών της Αμερικής. (συν. obey). abiding (επίθ.) αυτός που διαρκεί από πολύ καιρό, αειθαλής. abiding interest, παλαιό, αειθαλές ενδιαφέρον. abiding conviction, δικαστική παγίωση ενοχής κατηγορουμένου. law abiding, νομοτα- γής. abigeatus (λατ.) ζωοκλοπή (αγελάδων) οδηγώντας αυτές μακριά (βλ. abaction ). abigeus (λατ.) κλέφτης αγελάδων σε με- γάλη ποσότητα (βλ. abactor ). ability (ουσ.) 1. ικανότητα, επιδεξιότητα, καταλληλότητα. ability to conduct a tri- al, ικανότητα διενέργειας δίκης. ability to pay principle of taxation, αρχή σύμφω- να με την οποία το ύψος της φορολογί- ας καθορίζεται ανάλογα με τις οικονομι- κές δυνατότητες του φορολογουμένου. ability to pay, ικανότητα αποπληρω- μής, 1. βασική φορολογική θεωρία που πρεσβεύει ότι το ποσόν του φόρου που πρέπει να πληρώσει κάποιος θα πρέπει να εξαρτάται από τη δυνατότητά του να πληρώσει και ως εκ τούτου οι κατέχοντες υψηλότερο εισόδημα θα πρέπει να πλη- ρώνουν απόλυτα και σχετικά περισσότε- ρο φόρο από εκείνους με χαμηλότερο εισόδημα, 2. (τραπ.) η εξέταση της δυνα- τότητας του πιστούχου μιας τράπεζας να αποπληρώσει έγκαιρα το κεφάλαιο και τους τόκους από το διαθέσιμο εισόδημά του, 3. (χρημ. ) η δυνατότητα ενός κρατι- κού φορέα (συνήθως δημοτικής αρχής) εκδότη κρατικού ομολόγου να δημιουρ- γήσει έσοδα από φόρους ή άλλες πηγές για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών του προς τους κατόχους των τίτλων, 4. (οικον.) η οικονομική δυνατότητα της ερ- γοδοσίας μιας επιχείρησης να δώσει αύ- ξηση στο προσωπικό της. abishering (ουσ.) η εξαίρεση από κατά- σχεση ή συμβατική έκπτωση δικαιωμά- των. abjudge (ρ.μ.) αφαιρώ ή απομακρύνω με δικαστική απόφαση. abjudicatio (λατ.) η πράξη αποστέρησης από πρόσωπο πράγματος με δικαστική απόφαση. abjuration (ουσ.) αποκήρυξη, εξωμοσία, αποποίηση δοθέντος όρκου. offence of abjuration, αδίκημα επιορκίας. abjure (ρ.μ.) αποκηρύσσω με όρκο, δια- ψεύδω, απαρνούμαι, αποκηρύττω, εγκα- ταλείπω όρκο, αποποιούμαι, (ΗΠΑ) απο- ποιούμαι πίστη σε άλλη χώρα. I abjure my religion, απαρνούμαι τη θρησκεία μου. abjure criminal, επίορκος. able (επίθ.) ικανός, επιδέξιος, αρμόδιος. able-bodied, αρτιμελής, σωματικός ικα- νός, ικανός για στρατιωτική θητεία. able- bodied worker / able-bodied labour, εργάτης σωματικός ικανός προς εργα- σία. able-bodied seaman, ναυτικός ικα- νός ναυτολογήσεως, ναυτικός ειδικευμέ- νος. able to pay, αξιόχρεος. ablegate (ουσ.) απεσταλμένος του Πάπα για ειδική αποστολή, όπως η μεταφορά των διακριτικών του αξιώματος ενός νε- οδιορισμένου καρδινάλιου. ablocation (ουσ.) η μίσθωση περιουσίας έναντι χρημάτων. ABM Agreement (σύντ.) Συμφωνία Περι- ορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων abmatertera (λατ.) η προ-προ-προ θεία (βλ. abamita ). abnegation (ουσ.) απάρνηση.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=