ΣΥΜΒΑΣΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ ΚΑΙ ΡΗΤΡΕΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ (COVENANTS)
Εισαγωγή 5 II. Αντικείμενο και σκοποί της έρευνας Ούτε όμως στους ανωτέρω νόμους (κ.ν. 2190/1920, ν. 3156/2003 και ν. 4548/2018) ούτε σε κάποιο άλλο νομοθέτημα υφίστανται ειδικές διατάξεις σχετικά με το περι- εχόμενο της σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ των επενδυτών, οι οποίοι εγγρά- φονται στο ομολογιακό δάνειο και της εκδότριας αυτού, λήπτριας της χρηματο- δότησης. Όπως η ειδική νομοθεσία που διέπει την έκδοση ομολογιακών δανείων, έτσι και οι προστατευτικοί για τον επενδυτή όροι που συνομολογούν τα μέρη στις εν λόγω συμβάσεις αποσκοπούν και αυτοί με τη σειρά τους στη διαμόρφωση ενός πιο ασφαλούς και ελκυστικού χρηματοδοτικού πλαισίου. Η έλλειψη σχετικής νομο- θετικής ρύθμισης (μέσω λ.χ. ενός πλέγματος ενδοτικού δικαίου ρυθμίσεων) επιρρί- πτει στον επενδυτή το βάρος της διαμόρφωσης ενός συμβατικού πλαισίου που θα διασφαλίζει σε αυτόν επαρκή προστασία. Έτσι, ο επενδυτής που επιθυμεί να καλύψει εν όλω ή εν μέρει ένα ομολογιακό δά- νειο και να χρηματοδοτήσει μια επιχείρηση, γνωρίζοντας ότι τα συμφέροντά του αποκλίνουν από εκείνα των μετόχων 13 , μπορεί -αντί άλλων ανταλλαγμάτων (όπως ιδίως η απαίτηση αυξημένου επιτοκίου, που μπορεί να αποβεί επιζήμια για αμφότε- ρα τα μέρη)- να ζητήσει να περιληφθούν στη σύμβαση ομολογιακού δανείου όροι που περιορίζουν την επιχειρηματική ευχέρεια της εκδότριας εταιρείας (ενίοτε και των μετόχων της), λειτουργώντας ως μηχανισμός ελέγχου και (αυτό)περιορισμού της δράσης της. Η συνομολόγηση τέτοιων διασφαλιστικών για τον επενδυτή όρων (που έχει επικρατήσει στις συναλλαγές να καλούνται “ covenants ”) είναι πολλές φο- ρές και προς το συμφέρον των ίδιων των μετόχων, καθώς αφενός μεν διαμορφώ- νουν έναν μηχανισμό πειθαρχίας και εσωτερικού ελέγχου του διοικητικού συμβου- λίου και αφετέρου οδηγούν ενίοτε σε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού 14 , γι’ αυτό και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η εκδότρια εταιρεία να εμφανίζεται δεκτική στο να περιληφθούν στη σύμβαση ομολογιακού δανείου τέτοιες ρήτρες. Παρά την ευρεία διάδοση του θεσμού στην πράξη, ελάχιστη και αποσπασματική είναι ακόμη στην Ελλάδα η θεωρητική και νομολογιακή του επεξεργασία. Η απου- σία νομολογιακών δεδομένων εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι στις συμβάσεις αυτές προβλέπονται συνήθως εναλλακτικά μέσα εξαναγκασμού προς αποφυγή της δικαστικής οδού (π.χ. ενέχυρο επί των μετοχών με παραχώρηση των δικαιωμά- των ψήφου στον ενεχυρούχο δανειστή) αλλά και από το ότι το μεγάλο οικονομικό αντικείμενο τέτοιων συμφωνιών ωθεί συνήθως τους συμβαλλομένους στη συνο- 13. Για τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ δανειστή και μετόχου βλ. παρακ. § 3 υπό ΙΙ. 14. Βλ. Smith/Warner, On Financial Contracting – An analysis of Bond Covenants [1979] JFinancEcon 143· Hornuf/Reps/Schäferling , Covenants in European investment-grade corporate bonds [2015] CapMarkLJ 348.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=