ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Γενική εισαγωγή στο εργατικό δίκαιο 5 την ανάπτυξη των διαφόρων μορφών συλλογικής δράσης εργαζομένων και εργοδο- τών, είτε αυτή αναπτύσσεται στο ιδιωτικό είτε στο δημόσιο πεδίο. Συνοπτικά, η ύλη του εργατικού δικαίου εκτείνεται πρωταρχικά στους κανόνες δι- καίου που ρυθμίζουν: α) Την ατομική σχέση εξαρτημένης εργασίας, που ιδρύ- εται μεταξύ ενός εργαζομένου και ενός εργοδότη 9 . β) Τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις 10 , που αναφέρονται στις κάθε είδους διμερείς ή και τριμερείς σχέσεις μεταξύ συλλογικά οργανωμένων μισθωτών, εργοδοτών ή εκπροσώπων τους και κράτους. γ) Στις σχέσεις δημοσίου δικαίου, που δημιουργούνται με αφορμή τόσο τις ατομι- κές όσο και τις συλλογικές σχέσεις εργασίας (υποχρεώσεις εργοδοτών και εργαζομέ- νων έναντι του κράτους, διοίκηση της εργασίας, ειδικές διοικητικές διαδικασίες επίλυ- σης διαφορών εργασίας κ.ο.κ.) 11 . Ωστόσο, πέραν των σχέσεων αυτών, που αποτελούν και το βασικό αντικείμενο του εργατικού δικαίου, ο δικαιικός αυτός κλάδος βρίσκεται σε άμεση σχέση και αλληλεξάρ- τηση με τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από το γενικότερο φαινόμενο της απα- σχόλησης και της οργάνωσης της αγοράς εργασίας στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημέ- νης οικονομίας 12 . Συγκεκριμένα, το ευρύτερο πεδίο λειτουργίας του εργατικού δικαίου διασταυρώνεται με ρυθμίσεις μέσω των οποίων το κράτος, αλλά και οι κοινωνικοί εταί- ροι, οργανώνουν αυτό που συνήθως αποκαλείται πολιτική της απασχόλησης και αποτελούν το σύνολο δράσεων και θεσμών (οργανισμοί διαχείρισης και μελέτης της απασχόλησης, επιδοτήσεις και οικονομικές ελαφρύνσεις εργοδοτών, συνεχής δια βίου 9. Στους κανόνες του εργατικού δικαίου δεν υπάγεται μόνο η παροχή εξαρτημένης εργασίας που βα- σίζεται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά κάθε εργασιακή σχέση με στοιχεία εξάρτησης. Με άλλα λόγια το εργατικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει ούτε ρυθμίζει μόνο τις εργασιακές σχέσεις που βασίζο- νται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά και τις de facto σχέσεις εξαρτημένης εργασίας που προκύ- πτουν από το πραγματικό γεγονός της παροχής εργασίας από ένα φυσικό πρόσωπο και της αποδο- χής αυτής από ένα άλλο (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο, το οποίο στο πλαίσιο της σχέσης αυτής ασκεί προσωπική ή οικονομική εξουσία. Βέβαια, η ανυπαρξία έγκυρης σύμβασης εργασίας επιφέρει κά- ποιες συνέπειες στην μεταχείριση από το εργατικό δίκαιο των de facto εργασιακών σχέσεων, αφού στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δεν μπορεί να επικαλεσθεί ευθέως δικαιώματα που θα προέ- κυπταν από μια έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά μόνο δικαιώματα που προκύπτουν αμέσως από διατάξεις νόμου, ειδικότερα δε μπορεί να προβάλει αξιώσεις που βασίζονται στον αδικαιολόγη- το πλουτισμό του εργοδότη (βλ. αναλυτικά στο κεφάλαιο για την ίδρυση της σύμβασης εργασίας). 10. Συχνά χρησιμοποιούνται και οι όροι «επαγγελματικές σχέσεις» (relations professionnelles) ή «βιομηχανικές σχέσεις» (relations industrielles, industrial Relations). 11. Βλ. σχετικά Κουκιάδης Ι ., Εργατικό δίκαιο. Ατομικές εργασιακές σχέσεις, ζ’ έκδ., 2014, σελ. 21 επ., Γκούτος Χ ., Εργατικό δίκαιο, 1999, σελ. 55 επ. 12. Μια άποψη για τη θέση του εργατικού δικαίου στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης βλ. σε Preis U ., Το εργατικό δίκαιο σε μία κοινωνική οικονομία της αγοράς, ΔΕΕ 2016, σελ. 745 επ., Chênevert D.-Dubé M ., Les nouvelles formes d’organisation du travail, Industrial Relations, vol. 63, no 1, 2008, σελ. 134 επ. Βλ. επίσης Κουκιάδης Ι ., Οικονομική παγκοσμιοποίηση, οι νέες τεχνο- λογίες και η συμβολή του εργατικού δικαίου στην ανάπτυξη, ΕΕργΔ 79, 2020, σελ. 21 επ.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=