ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ

8 Άρθρο 1 Καθήκον υποδοχής πελατών. Απαγόρευση ρητρών αποκλειστικότητας φήμη ή ελκυστικότητα τής επιχειρήσεώς του. Ο παλαιότερος νομοθέτης, τού κανονι- σμού, εννοεί ν’ αφήσει ελεύθερο αυτόν τόν ξενοδόχο. Ο νεώτερος νομοθέτης αντιθέ- τως τού Ν 4443/2016 (ή τού προϊσχύσαντος Ν 3304/2005) εννοεί ν’ αποκλείσει αυτή τήν ελευθερία. ∆εν θα είναι λοιπόν επαρκές για τόν ξενοδόχο, που εγκαλείται για αθέ- μιτη διάκριση, τό να επικαλεστεί ότι οι λοιποί ένοικοι θα ενοχλούντο στήν περίπτωση τού τσιγγάνου και όχι στήν άλλη, αν ο μόνος πραγματικός λόγος ενοχλήσεως θα ήταν, όχι η μέθη, αλλά η καταγωγή τού πελάτη. Τό ότι είναι θεμιτό, για τό είδος τής επιχειρή- σεως τού ξενοδόχου, τό να φροντίζει να συντηρεί μια επίφαση πολυτέλειας, η οποία πλήττεται από τήν παρουσία προσώπων λιγότερο, εκ πρώτης όψεως, επιθυμητών, δεν καθιστά θεμιτή τήν διάκριση λόγω καταγωγής. Ενδιαφέρει περαιτέρω η εφαρμογή τού τεκμηρίου τής Ν 4443/2016, 9§1, τουλάχι- στον για τήν λόγωφυλετικής ή εθνικής καταγωγής άρνηση συναλλαγής, που καταλαμ- βάνεται ρητώς. Επί αρνήσεως συναλλαγής με πελάτη από φυλή που συχνά υφίσταται αθέμιτες διακρίσεις (π.χ. τσιγγάνο), θα τεκμαίρεται τό ότι η άρνηση οφείλεται στή φυλε- τική καταγωγή. Από τήν άλλη, ο ξενοδόχος φέρει ούτως ή άλλως τό βάρος αποδείξεως τής ρυπαρότητας, ασθενείας, ή μέθης, που θεμελιώνουν τό δικαίωμά του να αρνηθεί τήν ενοικίαση. Αν όμως αποδεικνύεται, ότι σε ρυπαρό, ασθενή, ή μεθυσμένο πελάτη άλλης φυλετικής καταγωγής, ο ξενοδόχος δεν αρνήθηκε τήν ενοικίαση, ο ίδιος θα πρέ- πει να αποδείξει ότι δεν συνέτρεξε αθέμιτη διάκριση, αποδεικνύοντας για παράδειγμα ότι εκείνος ήταν ουσιωδώς λιγότερο ρυπαρός. Ευλόγως παρατηρείται ότι μπορεί και σε κάποιες άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις να γίνει δεκτό ότι έχει δικαίωμα ο ξενοδόχος να αρνηθεί τόν πελάτη. Υποστηρίζεται συ- γκεκριμένα, ότι μπορεί να προκύπτει αναλογικά τέτοιο δικαίωμα, επί καταζητουμένου εγκληματία, ή όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τό δωμάτιο θα χρησιμοποιηθεί για τή διενέργεια ποινικώς κολασίμων πράξεων. 14 Μπορούμε πράγματι να θεωρήσουμε ότι αμέλησε, κατά τήν κατάστρωση τού άρθρου 1, ο νομοθέτης, τίς περιπτώσεις αυτές. Μπορεί πάντως από τήν άλλη να υποστηριχθεί και ότι ο ιστορικός νομοθέτης αναμένει σε αυτές τίς περιπτώσεις από τόν ξενοδόχο να επιτελέσει τό κοινωνικό του καθήκον ειδο- ποιώντας τίς αρχές – όχι να αποφύγει απλώς να αναμιχθεί, δια τής αρνήσεως δωματίου. Σε σχέση με τό πρόβλημα αυτό ενδιαφέρει να δούμε καλύτερα τό άρθρο 8§1, τό οποίο περιλαμβάνει τή γενική ρήτρα τής παραβάσεως τών χρηστών ηθών, ως λόγου καταγγελίας τής συμβάσεως ξενίας. Εκείνο που σίγουρα αμέλησε ο νομοθέτης ήταν η περίπτωση τού νέου πελάτη, ο οποίος, ήδη τήν ώρα που ζητεί δωμάτιο, πληροί τό κρι- τήριο τής παραβάσεως τών χρηστών ηθών, πράγμα που θα έδινε τό δικαίωμα στόν ξε- νοδόχο να καταγγείλει και ήδη υφισταμένη σύμβαση ορισμένου χρόνου. Προφανώς σε μια τέτοια περίπτωση θα δεχτούμε εκ τού μείζονος τό έλασσον, και ότι λοιπόν έχει ο ξενοδόχος και τό δικαίωμα να αρνηθεί εξαρχής να συνάψει σύμβαση. Σε περιπτώσεις 14. Ρίζος , ό.π., σελ. 163.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=