Η ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

XIV ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ν. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ αποτελεί το επόμενο στάδιο της εξελισσόμενης σκέψης του συγγραφέα καθώς συνδέει με- ταξύ τους τα διακριτά επιστημονικά αντικείμενα που απασχολούν τον συγγραφέα. Ο Κώ- στας Παρασκευά εξετάζει σφαιρικά το νομικό πλαίσιο που διέπει τα ανακύπτοντα ζητή- ματα, ξεκινώντας από την συνταγματική πρόνοια του Άρθρου 146 και το σύστημα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και φτάνοντας μέχρι το εδώ και χρόνια κατατεθέν νομοσχέδιο «περί Συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις δικαστικές απο- φάσεις που εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 146». Αλλά η καρδιά της μελέτης του έγκειται στην ενδελεχή προσπάθεια να παράσχει μια πλήρη δογματική ανάλυση διοικητικού δικαί- ου, αξιοποιώντας ενσυνείδητα την ελληνική δημοσιολογική παράδοση στην οργανωμέ- νη θεώρηση του κυπριακού θετικού δικαίου. Πρόκειται για κάτι που δεν έχει επιχειρηθεί συχνά σε ένα περιβάλλον που εντάσσεται μεν στην εν λόγω παράδοση αλλά τείνει να την χρησιμοποιεί όχι πλήρως ενσυνείδητα, αναζητώντας κυρίως οικοδομικά υλικά και πολύ σπάνια προσεγγίζοντάς την συστηματικά. Εξ ου και ενώ ο υπότιτλος του βιβλίου αναφέ- ρεται στο Άρθρο 146, η μεγάλη του συνεισφορά μακροσκοπικά είναι να απελευθερώσει, αν όχι την κυπριακή διοικητική δικαιοσύνη τουλάχιστον την κυπριακή νομική σκέψη από το να κρύβεται απλώς πίσω από το Σύνταγμα αποφεύγοντας την δογματική εμβάθυνση. Από δικονομικής οπτικής, το ζήτημα της συμμόρφωσης αντιστοιχεί στο δίκαιο της αναγκα- στικής εκτέλεσης (civil enforcement) στην πολιτική δικονομία. Από την οπτική ωστόσο του ουσιαστικού δικαίου, η συμμόρφωση ή μη της διοίκησης σε αποφάσεις της διοικητικής δι- καιοσύνης βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση τόσο με την άσκηση της κανονιστικής λειτουργί- ας της δημόσιας διοίκησης (και εν γένει της εκτελεστικής εξουσίας) όσο και με την ίδια την ιδέα της χρηστής διοίκησης και την επιδίωξη αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Οι υποθέ- σεις τέλος της διοικητικής δικαιοσύνης αφορούν σε δικαιώματα διοικουμένων και ως εκ τούτου η συμμόρφωση συνδέεται με το δίκαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων – το άλλο αντικείμενο που με ιδιαίτερη φροντίδα θεραπεύει ο συγγραφέας. Η σύνδεση αυτή είναι τόσο άμεση (όσον αφορά δηλαδή τις πηγές δικαίου και εν γένει τα διαθέσιμα νομικά ερ- γαλεία) όσο και έμμεση, με την αναζήτηση καλών πρακτικών για την βελτιστοποίηση της συμμόρφωσης, την αναγνώριση του παιδαγωγικού/καθοδηγητικού ρόλου που θα έπρε- πε να επιτελεί η διοικητική δικαιοσύνη ώστε να ελαχιστοποιούνται οι προβληματικές δι- οικητικές πράξεις αλλά και την συνειδητοποίηση ότι στις εν λόγω διαδικασίες διακυβεύο- νται τα συμφέροντα όχι μόνο των προσφευγόντων, αλλά και των ενδιαφερομένων μερών, τα οποία και πολλές φορές καλούνται να υποστούν τις συνέπειες της αμέλειας ή αδιαφορί- ας των διοικητικών οργάνων κατά την έκδοση ευμενών για εκείνα διοικητικών πράξεων. Αυτή είναι και μια διαφορά με τις πολιτικές αντιδικίες, η οποία και δεν φαίνεται να έχει κα- ταστεί καθολικώς αντιληπτή, ούτε από την διοίκηση ούτε από τους νομικούς. Η συζήτηση για την μη συμμόρφωση θυμίζει την πολύ εντονότερη συζήτηση για τις κα- θυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Σε αμφότερες περιπτώσεις, το αντίστοιχο πρό- βλημα είναι εμφανές και ευμέγεθες. Εξίσου εμφανής όμως – όσο και ανθρώπινη – είναι η τάση να ανάγουμε ένα σημαντικό σύμπτωμα στο μείζον αίτιο, εις βάρος όλων των άλλων και ιδίως των ουσιαστικών ζητημάτων. Το αποτέλεσμα είναι πως στο τέλος είτε το εν λόγω σύμπτωμα δεν υποχωρεί είτε υποχωρεί μεν με το κόστος όμως σημαντικών παρενεργειών.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=