Η ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΚΥΡΩΤΙΚΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

XIX ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Λυδία λίθος της δικαιοκρατούμενης πολιτείας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης πρέ- πει να θεωρείται η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις. Η αδράνεια ή/και δυστροπία της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις αδυνατίζει την αντίληψη των πολιτών στην αίσθηση της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, επί προφανή βλάβη της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο συντακτικός νομοθέτης έχοντας πλήρη επίγνωση της θεσμικής απαξίας που ενέχει η μη συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις για το κράτος δικαίου και τη συντεταγμέ- νη Πολιτεία, ανήγαγε την εν λόγω υποχρέωση σε συνταγματική η οποία προβλέπεται στη διάταξη του Άρθρου 146.5. Έτσι, η Διοίκηση στο πλαίσιο εφαρμογής των αρχών του κρά- τους δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δρά- σης, οφείλει να συμμορφώνεται πλήρως, άμεσα και χωρίς προφάσεις προς τις ακυρωτι- κές αποφάσεις. Με την υποβολή της αίτησης ακυρώσεως σύμφωνα με το Άρθρο 146 του κυπριακού Συ- ντάγματος στο Διοικητικό Δικαστήριο, ο Αιτητής δεν επιδιώκει μόνο την ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, αλλά κυρίως την άρση των επιπτώσεων ή/και των συνεπειών της. Υπό την έννοια αυτή, η διάταξη του Άρθρου 146 γίνεται αντιληπτή και ως ειδικότερη πτυχή του θεμελιώδους δικαιώματος παροχής αποτελεσματικής έννομης προ- στασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται τόσο στο Άρθρο 30.1 του κυπριακού Συντάγματος, όσο και στο Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το αντικείμενο του παρόντος βιβλίου είναι η συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις ακυρω- τικές αποφάσεις στην κυπριακή έννομη τάξη, που εκδίδονται από το Διοικητικό Δικαστή- ριο καθώς και από το Ανώτατο Δικαστήριο όταν ασκείται δικαιοδοσία δυνάμει των διατά- ξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι προφανές ότι η ανάγκη προστασίας του διοικούμενου, με την ύπαρξη ασφαλιστικών δικλείδων και διαδικαστικών εγγυήσεων, παρουσιάζεται περισσότερο επιτακτική στο πλαίσιο των ακυρωτικών αποφάσεων (όπου το Δικαστήριο περιορίζεται στην ακύρωση της προσβληθείσας πράξης), παρά στο πλαίσιο των αποφάσεων ουσίας όπου η δικαστική προστασία είναι πληρέστερη. Η απουσία σοβαρής κωδικοποίησης των νομολογιακών αρχών που διέπουν την υποχρέ- ωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην κυπριακή έννομη τάξη ένας επιτυχών διάδικος ο οποίος έχει εξασφαλί- σει την έκδοση ακυρωτικής απόφασης αλλά δεν ικανοποιείται στην πράξη από την μετά την έκδοση της απόφασης διοικητική δράση ή παράλειψη, δεν έχει τη δυνατότητα να εξα- ναγκάσει τη Διοίκηση σε συμμόρφωση (διότι δεν υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανι- σμός ή/και οποιαδήποτε απειλή προς τη δυστροπούσα να συμμορφωθεί Διοίκηση) έχουν εκθρέψει μια κουλτούρα υποβάθμισης της δεσμευτικότητας των ακυρωτικών αποφάσε- ων στην Κύπρο.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=