Η ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟ ΔΕΕ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

12 ΤΟ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ Όσον αφορά τα διαιτητικά δικαστήρια, παρουσιάζουν μεν ορισμένη ομοιότητα με τη λειτουργία των τακτικών δικαστηρίων καθόσον η διαδικασία της διαιτησίας καθορίζε- ται από το νόμο (ενδέχεται ωστόσο να καθορίζεται και συμβατικά), ο διαιτητής οφείλει να αποφασίζει κατά το νόμο και το δίκαιο και η απόφασή του επέχει έναντι των διαδί- κων τα αποτελέσματα απόφασης με ισχύ δεδικασμένου, δυνάμενης να περιβληθεί τον εκτελεστήριο τύπο, πλην όμως τα χαρακτηριστικά αυτά κρίθηκε αρχικά από το Δικα- στήριο πως δεν αρκούν για να αποδοθεί στο διαιτητή η ιδιότητα του δικαστηρίου κατ’ άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Και τούτο, κυρίως, διότι δεν υφίσταται καμία νομική ή πραγματική υποχρέωση των διαδίκων – συμβαλλομένων να υποβάλλουν τις διαφορές τους σε δι- αιτητικό δικαστήριο, αλλά ελεύθερα θέτουν τη λύση της διαφοράς τους ενώπιον του διαιτητή, εφαρμόζοντας τη σχετική διαιτητική σύμβαση που έχουν συνάψει. Επομένως, δεν υφίσταται εν προκειμένω δεσμευτικός χαρακτήρας δικαιοδοσίας. Επίσης, κρίθη- κε από το Δικαστήριο ότι εφόσον η κρατική εξουσία ουδόλως παρεμβάλλεται στην επι- λογή της διαιτητικής οδού, ούτε δύναται αυτεπαγγέλτως να παρέμβει στην εξέλιξη της διαιτητικής διαδικασίας, δεν θα ήταν λογικό να εφαρμόζεται στη διαδικασία αυτή ένας μηχανισμός ο οποίος συμφωνήθηκε από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών και συνε- πώς δεσμεύει τους φορείς κρατικής εξουσίας, και όχι τους ιδιώτες διαιτητές 23 . Ωστόσο, η αυστηρή αυτή νομολογιακή γραμμή αναγκαστικά αναθεωρήθηκε κατά την πορεία της διαρκούς επέκτασης της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης σε εμπορικής φύσης διαφορές, οι οποίες αποτελούν το κύριο αντικείμενο των συμφωνιών περί δι- αιτησίας 24 . Δεδομένης της συχνότερης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης από διαι- τητικά δικαστήρια, το ΔΕΕ πολύ ορθά επέλεξε να μην απορρίπτει prima facie ως απα- ράδεκτο το ερώτημα ενός διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά να εξετάζει λεπτομερώς σε κάθε περίπτωση τα κριτήρια της νομολογίας του για το χαρακτηρισμό ως δικαστηρί- ου του οργάνου της παραπομπής. Επί τη βάσει των κριτηρίων αυτών, το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου εστιάζεται, ειδικά όσον αφορά τα διαιτητικά δικαστήρια, στο στοιχείο της ένταξης ή μη του οργάνου της παραπομπής στο δικαιοδοτικό σύστημα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται 25 . Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτά και απάντησε σε προδικαστικά ερωτήματα διαιτητικών οργάνων, σε περιπτώσεις που τα τελευταία εί- χαν ιδρυθεί με νόμο και η δικαιοδοσία τους, όπως τους είχε εκχωρηθεί από το οικείο κράτος μέλος, ήταν υποχρεωτική για τους διαδίκους 26 , τηρουμένων και των λοιπών απόψεως προϋπολογισμού, των δημοσίων δαπανών (απόφαση ΔΕΕ της 19 ης Δεκεμβρίου 2012, υπό- θεση C-363/11, Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ). 23. Απόφαση ΔΕΚ της 23 ης Μαρτίου 1982, υπόθεση C-102/81, Nordsee , σκέψεις 10-12, απόφαση ΔΕΕ της 27 ης Ιανουαρίου 2005, υπόθεση C-125/04, Denuit & Cordenier , σκέψη 13. 24. Jürgen Basedow, “ EU Law in International Arbitration: Referrals to the European Court of Justice ”, Journal of International Arbitration, Vol. 32, Issue 4, 2015, σελ. 383. 25. Απόφαση ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6 ης Μαρτίου 2018, υπόθεση C-284/16, Achmea , σκέ- ψη 43. 26. Απόφαση ΔΕΚ της 17 ης Οκτωβρίου 1989, υπόθεση C-109/88, Danfoss , σκέψεις 7-9.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=