Η ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
VIII Πρόλογος Ιωάννη Κίτσου bodies». Βεβαίως, η εμπειρία μου εκ της παρουσίασης των συγκριτικών μοντέλων αυτών δείχνει πως λειτουργούσαν σε προδήλως διαφορετικές (με την ελληνική) αγορές δημοσί- ων συμβάσεων. Τον «νομικό πυρήνα» της «ΑΕΠΠ» δημιούργησε ο Έλληνας νομοθέτης του Δικαίου των Δημοσίων Συμβάσεων πάνω στην βαθιά απαίτηση για ανεξάρτητη και διαφανή εξέτα- ση των υποθέσεων από τα Μέλη που θα επιλέγονταν ως κριτές να τη στελεχώσουν, δια- κρινόμενα ως νομικοί, και όχι απαραίτητα ως Δικηγόροι των Δημοσίων Συμβάσεων, για τις εξειδικευμένες γνώσεις τους στο δύσκολο γνωστικό αντικείμενο αυτό. Πραγματοποιή- θηκε αυτό όμως; Στην πράξη η συγκέντρωση της δεξαμενής των 30 Μελών της «Αρχής», τα οποία θα συγκροτούσαν τα 10 εξεταστικά Κλιμάκιά της, αποδείχθηκε τελείως αδύνα- τη. Με τακτικό υπαλληλικό προσωπικό δεν προικοδοτήθηκε εξαρχής. Ούτε όμως το νε- οπροσλαμβανόμενο ειδικό επιστημονικό προσωπικό, οι ειδικές γνώσεις των οποίων θα αξιοποιούνταν προς επικουρία των κλιμακιακών Συνθέσεων της «Αρχής», προκειμένου να εισέλθουν στην ουσία των υποθέσεων που εξέταζαν, λειτούργησε ποτέ. Τα σημαντικά λειτουργικά και οργανωτικά προβλήματά της αντιμετωπίστηκαν με θεσμική αδιαφορία. Κατά τα πρώτα έτη λειτουργία της, λοιπόν, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την «ΑΕΠΠ» ως την «πλέον ξεχασμένη των Αρχών», παρά το τεράστιο καθήκον που αναλά- βαμε τα Μέλη της να επιβάλουμε τη διαφάνεια στους δημόσιους διαγωνισμούς που ενέ- πιπταν στην εξεταστική αρμοδιότητά μας και, συνάμα, να εμπεδώσουμε την ασφάλεια δικαίου κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας για την ανάθεση αυτών. Δεν ανα- δείχθηκε ο τεράστιος κόπος που καταβλήθηκε από τα ιδρυτικά Μέλη της «ΑΕΠΠ» να στη- ρίξουν το πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα νομοθέτημα αυτό και να το παρουσιά- σουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως απόλυτα λειτουργικό και αποδοτικό ελεγκτικό μηχανισμό που έχει να επιδείξει η αγορά των δημοσίων συμβάσεων της Ελλάδας μας· αυτή ήταν η κύ- ρια στόχευση του γράφοντος τον Πρόλογο αυτόν. Ορθά η Μελέτη του κ. Χασιώτη καταλήγει στη θέση πως η δικαστική επιβεβαίωση της δι- οικητικής νομολογίας που παρήγαγε η «ΑΕΠΠ», η οποία καταπιάστηκε πρώτη με εξόχως ακανθώδη νομικά ζητήματα που ο όλως πρόσφατος τότε Ν. 4412/2016 γέννησε, αποτε- λεί τη μεγαλύτερη θεσμική κατοχύρωσή της προς όλους όσους ασχολούνται με τις δημό- σιες συμβάσεις. Διανοίχθηκε έτσι ένας «δημιουργικός διάλογος» μεταξύ της «ΑΕΠΠ» και των ακυρωτικών Δικαστών δια του οποίου παρήχθησαν αμφίπλευρα προστιθέμενα νομι- κά οφέλη και, πράγματι, το ελληνικό Δίκαιο των Δημοσίων Συμβάσεων ακολούθησε εξελι- κτική πορεία (μετ’ επιφυλάξεως ως προς την αντιφατική νομολογία που δημιουργήθηκε). Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στην «ΑΕΠΠ», αλλά και μετά την αποχώρησή μου, παρα- δόθηκαν σε εμένα διάφορες μελέτες, αρθρογραφία και διπλωματικές εργασίες, οι οποίες με σοβαρό, οφείλω να ομολογήσω, επιστημονικό ενδιαφέρον, καταπιάστηκαν με τη ρηξι- κέλευθη τομή που επέφερε η «ΑΕΠΠ» πάνω στον εγχώρια αγορά των δημοσίων συμβά- σεων. Το σημείο υπεροχής της Μελέτης του κ. Χασιώτη, εν προκειμένω, είναι ο προσανα- τολισμός στην κριτική αξιολόγηση της «ΑΕΠΠ» και συνάμα, στον φωτισμό των σημείων όπου η «ΑΕΠΠ» απέτυχε. Μέσα όμως από τις παρατιθέμενες δυσλειτουργίες της, στόχευ-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=