ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

1.1. Δομή και λειτουργία του Ποινικού Δικαίου 3 λές αξίες. Και μόνο γι’ αυτό το λόγο καθίσταται υπέρτατη αξία της κάθε εννόμου τάξε- ως 16 . Είναι δηλ. το γεννημένο και όχι το δημιουργημένο υποκείμενο Δικαίου. Η κοι- νωνική συμβίωση αποτελεί αναγκαιότητα που σε μερικές περιπτώσεις είναι δύσκολα υποφερτή, δεν είναι όμως αυτοσκοπός 17 . Το να έχει το άτομο τη δυνατότητα να επιδι- ώκει μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο υπέρτατες αξίες και να εκπληρώνει την ηθική προ- σωπική του αποστολή, αυτό πρέπει να διευκολύνεται από κάθε κοινωνική ρύθμιση και ιδιαίτερα από την έννομη τάξη 18 . Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει μια τάξη που στις ηθικές επιταγές αντιπαραθέτει τους δικούς της κανόνες. Δεν μπορεί να υπάρ- ξει μια τάξη (και αυτό σε αντίθεση προς την άποψη του Stammler) που είναι κοινωνι- κά ορθή, αλλά ηθικώς απορριπτέα 19 . 1.1.1.3. Α. Για τη διάκριση του γνήσιου ΠΔ από το υπόλοιπο Δίκαιο των κυρώ- σεων χρησιμοποιήθηκε η παραλληλία αυτού προς την ηθική επιταγή. Γιατί βέβαια δεν επιβάλλουν μόνον οι κανόνες του γνήσιου ΠΔ μια κατασταλτική έννομη συνέ- πεια τιμωρώντας «τελεσθέν» άδικο. Στο Α.Δ. υπάρχει η «συμβατική ποινή», στους δικονομικούς νόμους υπάρχουν «μέσα τάξεως» και σε ένα πλήθος ειδικών ποινικών νόμων υπάρχουν «ποινές» και «πρόστιμα» 20 . Έτσι ακόμη και σήμερα υποστηρίζε- ται σποραδικά η άποψη εκείνη, η οποία κάνοντας ποιοτική διάκριση ομιλεί για γνή- σιο ΠΔ, μόνον όταν ο κανόνας που επιβάλλει μια έννομη συνέπεια θα αντιστοιχού- σε σε ηθικό κανόνα 21 . και σε σχετική ισότητα την αποδίδει η γνωστή διδασκαλία του Αριστοτέλη περί δικαιοσύνης (εξι- σορροπητική και διανεμητική δικαιοσύνη), πρβλ. επίσης Μαγκάκη, ΠΔ, σελ. 17 επ. 16. Πρβλ. Ανδρουλάκη, ΠΔ, Ειδικόν Μέρος, 1974, σελ. 13. Με βάση την αξιολογική τάξη του Συντάγ- ματος προτάσσονται τα βασικά αγαθά του ατόμου και η προστασία τους με τη μορφή των θεμε- λιωδών δικαιωμάτων και έπονται τα αγαθά του συνόλου. Σε αντιστοιχία προς αυτή την τάξη βρί- σκεται το γερμανικό Σχέδιο ΠΚ του 1962, κάτι όμως που δεν υιοθετήθηκε από τον ισχύοντα ΠΚ τόσο της Γερμανίας όσο και της Ελλάδος. 17. Πρβλ. Radbruch, έ.α., σελ. 146. 18. Πρβλ. άρθρ. 5 του Συντάγματος. 19. Βλ. Baumann, Einführung, έ.α., σελ. 11. Η δικαιολόγηση ή μη της ισχύουσας εννόμου τάξεως κρί- νεται σε τελευταία ανάλυση με βάση την άποψη της κοινωνικής σκοπιμότητας, πρβλ. Μαγκάκη, ΠΔ, σελ. 37. Εφόσον δεν αντιτίθεται στον ηθικό νόμο η συγκεκριμένη ποινική ρύθμιση, ερωτά- ται ποια νομική ρύθμιση δημιουργεί μια κοινωνικά ανεκτή κατάσταση. Και τούτο, γιατί ποινικές διατάξεις που επιχειρούν τη μεγιστοποίηση ηθικών επιταγών προκαλούν ενδεχομένως περισσό- τερο ζημία από όφελος. «Η Πολιτεία» σημειώνει ο Noll (Die ethische Begründung der Strafe, σε Recht und Staat, 1962, σελ. 12, 21), «οφείλει να τιμωρεί, γιατί και όταν πρέπει να τιμωρεί. Αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει ακριβώς αυτό το όριο». 20. Βλ. Baumann/Weber/Mitsch, AT, έ.α., σελ. 47 επ. 21. Βλ. Baumann, AT, 1977 8 , σελ. 38, παλαιότερα BGHSt 11, 263.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=