ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ;
VII Πρόλογος Το ζήτημα της σχέσης μεταξύ βιώσιμης ανάπτυξης και δικαίου του ελεύθερου αντα- γωνισμού δεν είναι νέο, ωστόσο η ανάγκη αντιμετώπισής του δεν υπήρξε στο πα- ρελθόν τόσο άμεση και επιτακτική όσο στις ημέρες μας. Οι περιβαλλοντικές αλλα- γές αποτέλεσαν την αφορμή για την αναθέρμανση της συζήτησης στη θεωρία και στην πράξη και η πανδημία απέδειξε ότι η συντονισμένη δράση σε διεθνές επίπεδο μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων για την επιδίωξη περιβαλλοντικών στόχων μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στον ανταγωνισμό, πράγμα που ενεργοποιεί την εφαρμογή των απαγορευτικών κανό- νων του. Η μελέτη της κ. Γιολάντας Διαμαντοπούλου εξετάζει, αν και υπό ποιες προϋποθέ- σεις, τα εργαλεία του δικαίου του ανταγωνισμού, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της βιώσιμης ανάπτυξης, χωρίς να επιτρέψουν αδικαιολόγητους πε- ριορισμούς του ανταγωνισμού. Η εξέταση καλύπτει τόσο τους κανόνες συμπεριφο- ράς (απαγόρευση συμπράξεων και κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης) όσο και τους κανόνες ελέγχου των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων αλλά και εκείνους που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις. Όπως είναι αναμενόμενο, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Η αποστολή του είναι σχετικά εύκολη, όταν πρόκειται για αντιανταγωνιστικές συνεργασίες είτε κατ’επίφαση περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος είτε ευθέως αντίθετες προς τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης (π.χ. συμφωνίες που επιδιώκουν να αποτρέψουν καταναλωτές από τη στροφή προς προϊόντα φι- λικά προς το περιβάλλον). Το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στην εφαρμογή της ex lege εξαίρεσης του άρθρου 101 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Δεδομένου ότι το κείμενο της διάτα- ξης δεν περιέχει σχετική πρόβλεψη, η λύση μπορεί να αναζητηθεί μεταξύ της ανά- λογης προσαρμογής του νομοθετικού πλαισίου και της αλλαγής της ερμηνευτικής του προσέγγισης. Ορθώς η κ. Διαμαντοπούλου τάσσεται υπέρ της δεύτερης άποψης με το επιχείρημα ότι οι προσπάθειες των επιχειρήσεων να αναλάβουν περιβαλλοντικές πρωτοβουλί- ες, μπορούν να διευκολυνθούν από τις Αρχές ανταγωνισμού κυρίως με την αξιολό- γηση της βιωσιμότητας ως ποιοτικής παραμέτρου στο πλαίσιο της στάθμισης της κοινωνικής ευημερίας και της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Η άποψη αυτή, αν και δίνει την εντύπωση ότι είναι συντηρητική, στην πραγματικότητα είναι απλώς ρε- αλιστική. Και τούτο διότι η διάσταση απόψεων σχετικά με τη σκοπιμότητά της κα- θιστά αμφίβολη την επιτυχία του εγχειρήματος της ρυθμιστικής παρέμβασης. Επι- πλέον, πέραν της αμφίβολης έκβασής της η προσπάθεια νομοθετικής επίλυσης του ζητήματος δεν συνεπάγεται μόνο καθυστερήσεις, αλλά μπορεί να αποτελέσει και άλλοθι για παθητική στάση των Αρχών ανταγωνισμού έναντι συνεργασιών περιβαλ- λοντικού χαρακτήρα ενόψει της ολοκλήρωσης της νομοθετικής διαδικασίας.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=