ΤΟ ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΘΕΣΠΙΣΜΑ

Κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με κλήση 7 κλήση προς εμφάνιση αυτού στο ακροατήριο, μη δυναμένου να προβάλει αντιρρήσεις ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο για τον εισαγγελέα, λόγω μη παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων από αυτόν. Τούτο επειδή το συμφέρον του κοι- νωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποι- νικής υπόθεσης και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο εισαγγελέας να καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, είτε ως προς άλλους συγκατηγορουμένους, είτε, βεβαίως, και ως προς την εκ- προσωπούμενη από τον ίδιο εισαγγελική αρχή 23 . Ιδιαίτερα προβληματική είναι η περίπτωση κατά την οποία επιδίδεται η κλήση στον κατη- γορούμενο χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα, αλλά η συζή- τηση της υπόθεσης γίνεται μετά το αμετάκλητο. Κατά μία άποψη 24 δεν προκαλείται σχετι- κή ακυρότητα, με την επισήμανση ότι για την έναρξη της αναστολής της παραγραφής, κατά το άρθρο 113 παρ. 2 ΠΚ, απαιτείται όχι μόνο επίδοση της έγκυρης κλήσης, αλλά και αμε- τάκλητο της παραπομπής. Υποστηρίζεται, δηλαδή, ότι δεν παράγεται σχετική ακυρότητα, εφόσον το περιέχον την κατηγορία βούλευμα, στο οποίο αναφέρεται η κλήση, επιδόθη- κε στον κατηγορούμενο, η δε εκ του άρθρου 471 ΚΠΔ αναστολή της εκτελέσεως του βου- λεύματος, δηλαδή της εισαγωγής της κατηγορίας στο ακροατήριο, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας της κλήσης. Σύμφωνα με άλλη άποψη, που είναι η κρατούσα στη νομολογία 25 στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, παρά τα οριζό- μενα στα άρθρα 314 και 319 παρ. 5 ΚΠΔ, η επίδοση τούτου είναι άκυρη, με περαιτέρω συ- νέπεια την ακυρότητα της κλήσης προς τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, η οποία, αν δεν ανακύπτει θέμα αναστολής της παραγραφής της πράξης, μπορεί να καλυφθεί, κατά το άρθρο 175 παρ. 2 ΚΠΔ, εφόσον ο κατηγορούμενος εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρ- ρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Κατά μία τρίτη άποψη 26 , στην περίπτωση αυτή προκαλείται τόσο απόλυτη όσο και σχετική ακυρότητα. Η σχετική ακυρότητα ανακύπτει αβίαστα από τον ερμηνευτικό συσχετισμό των διατάξεων των άρθρων 314, 320 και 321 παρ. 2, 4 ΚΠΔ. Η απόλυτη ακυρότητα επέρχεται από την βεβιασμένη έκδοση και επίδοση της κλήσης, η οποία περικόπτει και ακρωτηριά- ζει κατ’ ουσία το δικαίωμα του κατηγορουμένου να κινητοποιήσει τα ένδικα μέσα της έφε- σης και της αναίρεσης, που του χορηγεί ο δικονομικός νομοθέτης, σύμφωνα με τα άρθρα 23. ΑΠ 1166/2019 ΤΝΠ NOMOΣ, ΑΠ 924/2017 ΤΝΠ QUALEX, ΑΠ 137/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Φαρσεδάκης Ι. – Σατλάνης Χ., Ποινική Δικονομία, Βασικές Έννοιες και Θεμελιώδεις Αρχές, 2013, σελ. 314, υποσ. 509. 24. Καρράς Α, ό.π., σελ. 622 , Κονταξής Α. , ό.π., σελ. 2039, Μαργαρίτης Λ., σε Λ. Μαργαρίτη/Α. Ζαχαριά- δη, ό.π., σελ. 23 επ., ΑΠ 1314/1984 ΠοινΧρ ΛΕ/1985, 333. 25. ΑΠ 1668/2002 ΤΝΠ NOMOΣ, ΠΛογ 2002, 1912, ΕφΑθ 94/1984 ΠοινΧρ 1985, 419, όπου πρόταση Γ. Κουβέλη, ΠλημΑθ 29133/1967 ΠοινΧρ ΙΗ/1968, 108, με παρατ. Ι. Ζαγκαρόλα, Τούσης Αρ., Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας, 2η έκδ., 1977, σελ. 546 αριθ. 29, Φαρσεδάκης Ι.- Σατλάνης Χ., ό.π., σελ. 315. 26. Καλφέλης Γρ. , Επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο για να εμφανισθεί στο δικαστήριο πριν κατα- στεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα, Υπερ 1993, 183 επ.,

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=