ΤΟ ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΘΕΣΠΙΣΜΑ
8 Το Κλητήριο Θέσπισμα 478 επ. ΚΠΔ. Κατά τη θέση αυτή, η προϋπόθεση του αμετακλήτου της παραπομπής αποτε- λεί θεσμική εγγύηση για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου 27 . Υποστηρίζεται, ακόμη, ότι εάν η κλήση επιδόθηκε προ της επίδοσης του βουλεύματος και η εκδίκαση έλαβε χώρα μετά αμετάκλητο του βουλεύματος δεν παράγεται ακυρότητα, εφό- σον το βούλευμα επιδόθηκε εντός της προθεσμίας του άρθρου 166 ΚΠΔ 28 . Αναφορικά με την κλήση, που αφορά την παραπομπή στο ακροατήριο του αρμόδιου δι- καστηρίου μέσω των δικαστικών συμβουλίων με αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα, η κλήση για την εμφάνιση ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπε- μπτικό βούλευμα 29 . Κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπι- σμα, μεταξύ αυτών και την υπόμνηση ότι αν δεν εμφανισθεί ο κατηγορούμενος στη δίκη θα δικασθεί ερήμην. Αν αυτό δεν αναγράφεται πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη η συ- ζήτηση 30 . Η κλήση είναι άκυρη (αρ. 321 παρ. 1, 2, 4 ΚΠΔ) όταν το παραπεμπτικό βούλευμα δεν περι- έχει ακριβή καθορισμό της πράξης ή μνεία του εφαρμοζόμενου άρθρου του ποινικού νό- μου. Η ακύρωση της κλήσης για τον λόγο αυτό, οδηγεί στις περιπτώσεις κακουργημάτων, σε διαδικασία αναθεώρησης της κατηγορίας (αρ. 317 παρ. 2 ΚΠΔ), η οποία πραγματοποι- είται από τον εισαγγελέα εφετών και εκτείνεται και στα συναφή με το κακούργημα πλημ- μελήματα. Σε περίπτωση πλημμελήματος, αν ακυρωθεί η κλήση προς εμφάνιση, πρέπει να εκδοθεί νέο βούλευμα, διορθωμένο στη βάση της διαδικασίας του άρθρου 145 ΚΠΔ και να εισαχθεί η υπόθεση με νέα κλήση 31 . Στην κλήση πρέπει να αναφέρεται και ο αριθμός του βουλεύματος και η πράξη που πρέ- πει να προκύπτει από το βούλευμα, διαφορετικά η κλήση είναι άκυρη 32 . Στην περίπτωση αυτή στην κλήση αναγράφεται ότι ο κλητευόμενος καλείται να δικασθεί «σύμφωνα με το υπ' αριθ. Χ βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών ή εφετών» 33 . 27. Καρράς Α ., ό.π., σελ. 622, υποσ. 6, ΣυμβΑΠ 360/2001, με παρατ. Λ. Μαργαρίτη , ΠοινΔικ 6/2001, 598, ΤΝΠ QUALEX, όπου έγινε δεκτό ότι στην επίμαχη περίπτωση παράγεται απόλυτη ακυρότητα (άρ. 171 παρ. 1 ΚΠΔ). Κατά τον Λ. Μαργαρίτη , η προσπάθεια καταφάσεως σχετικής ή απόλυτης ακυρότητας στον ερευνώμενο χώρο αν και είναι ασφαλώς δικαιοπολιτικά επαινετέα κατεύθυνση, είναι αμφίβολο αν μπορεί να βρει επαρκές έρεισμα στο νόμο. 28. Καρράς Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2 η έκδ., 1998, σελ. 557. 29. Μαργαρίτης Μ./Μαργαρίτη Α ., ό.π., σελ. 847, Ζαχαριάδης Α. , σε Νέο ΚΠΔ, τόμ. Α΄, 2020 (επιμέλεια Λ. Μαργαρίτη), σελ. 1845. 30. Σεβαστίδης Χ ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τομ Δ΄, 2021, σελ. 78. 31. Ζαχαριάδης Α. , ό.π., σελ. 1845, ΣυμβΕφΠατρ 91/2016 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΣυμβΕφΘεσ 553/2000 ΠοινΧρ 2001, 173. 32. ΤρΕφΚακΘεσ 1162/2018 ΠοινΔικ, 8-9/2018, 892, ΤΝΠ QUALEX, 33. Κονταξής Α ., ό.π., σελ. 2069, υποσ. 1.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=