Η ΑΝΑΛΥΣΗ DNA ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ DNA ΣΤΗΝ ΠΟΙΝIΚΗ ΔΙΚΗ 6 Χρησιμοποιώντας την επιστημονική μέθοδο, εξάγονται συμπεράσματα για το πως το εκάστοτε αποδεικτικό στοιχείο βρέθηκε στη συγκεκριμένη κατάσταση την εν λόγω χρονική στιγμή. Έπειτα, αυτά τα εξαχθέντα συμπεράσματα περιορίζουν τα γεγονότα που ίσως έλαβαν χώρα σε σύνδεση με τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία και εκεί- να που ίσως δεν έλαβαν χώρα σε σύνδεση με αυτά. Όπως είναι σε όλους γνωστό, ο νόμος καθορίζει τα στοιχεία του εγκλήματος ( elements of crime) 7 , ενώ η Επιστήμη παρέχει κομβικής σημασίας πληροφο- ρίες για τον προσδιορισμό του αν ένα συγκεκριμένο στοιχείο του εγκλήματος 8 υφίσταται ή όχι στην εκάστοτε παρουσιαζόμενη περίπτωση. Στο σημείο αυτό, η κομβική σημασία της επιστημονικής συμβολής στην εξαγω- γή επαγωγικών συμπερασμάτων, πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως. Προφανώς, η επιστήμη που χρησιμοποιείται στο δικαστήριο δεν «εγκαθιδρύει» την αθωό- τητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου 9 , κάτι που αδιαμφισβήτητα ανήκει μόνο στην αρμοδιότητα των δικαστών. Αντιθέτως, η εγκληματολογική επιστήμη παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το τι μπορεί να έχει συμβεί και ποιος πιθανότατα βρισκόταν στο χώρο του εκά- στοτε παρουσιαζόμενου συμβάντος. δελεχή επιστημονική ανάλυση του μέσου της απόδειξης στα πλαίσια των νομικών υπο- θέσεων (evidence case law), βλ. Redmayne M., Analysing Evidence Case Law, σε Roberts P. / Redmayne M., Innovations in Evidence and Proof – Integrating Theory, Research and Teaching, Hart Publishing, Oxford and Portland, Oregon, 2007, σελ. 119 επ. 7. Για τα δύο στοιχεία του εγκλήματος (elements of crime), το υποκειμενικό mens rea και το αντικειμενικό actus reus, στο αγγλοσαξονικό δίκαιο, και ειδικότερα στο αμερικανι- κό δίκαιο, άκρως διαφωτιστικός είναι ο Hall D. E., Criminal Law and Procedure, Delmar Gengage Learning, Fifth Edition, USA, 2009, σελ. 50 επ. 8. Για την ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος, βλ. Αλεξιάδη Στ., Εγχειρίδιο Εγκλημα- τολογίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 87 επ. 9. Άλλωστε, όπως θα αναλυθεί εκτενώς στη συνέχεια, η ανάλυση DNA, όντας ένα ανακριτι- κό μέτρο και μια ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τα Δικαστήριά μας παρά μόνο ως «ένδειξη». Με μόνη την ανάλυση DNA δεν μπορεί να κατα- φαθεί η ενοχή ενός προσώπου για την τέλεση ενός ποινικού αδικήματος, παρά μόνο ίσως η παρουσία του στο χώρο του εγκλήματος, κάτι που αποτελεί απλά και μόνο μια «ένδει- ξη», η οποία πρέπει να «διασταυρωθεί» και να «ενισχυθεί» με αλλά αποδεικτικά στοι- χεία προκειμένου να καταστεί εφικτή η κατάγνωση της ενοχής και η καταδίκη ενός ατό- μου. Για την έννοια και τις διακρίσεις των ενδείξεων ως αποδεικτικών μέσων, αλλά και τις επιμέρους πραγματικές ενδείξεις (π.χ. τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα αποτυπώμα- τα των δοντιών, τις τρίχες, τις κηλίδες αίματος κτλ), βλ. ενδεικτικά την πολύ εμπεριστα- τωμένη ανάλυση του Αλεξιάδη Στ., Ανακριτική, Εκδόσεις Σάκκουλα, 6η Έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 232 επ.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=