Previous Page  14 / 44 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 14 / 44 Next Page
Page Background

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

XII

κυπριακής έννομης τάξης. Είναι γεγονός ότι η νομική μου συνείδηση έχει εμβολια-

σθεί κατεξοχήν με το σύστημα του ηπειρωτικού δικονομικού δικαίου, ενώ και η υπε-

ρεικοσαετής δικηγορική μου εμπειρία σχετίσθηκε με τα ελληνικά Δικαστήρια. Η δι-

κονομία, όμως, δεν έχει ούτε εθνικά ούτε συστημικά στεγανά. Οφείλει, οπουδήποτε

εφαρμόζεται, να υπηρετεί την ικανοποίηση της κοινής, πανευρωπαϊκής, ανάγκης για

μια «δίκαιη δίκη», αρχή που πανηγυρικά διατυπώνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής

Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ερμηνεύεται και εξειδικεύεται με τις

αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έχει

μικρή, λοιπόν, σημασία, το εάν για την εκκίνηση της διαδικασίας παροχής έννομης

προστασίας απαιτείται στην Κύπρο η σύνταξη και καταχώριση στο Πρωτοκολλητείο

ενός Κλητηρίου Εντάλματος, που έχει συγκεκριμένο τύπο, στο πίσω μέρος του οποί-

ου «οπισθογραφείται» είτε η περίληψη της αγωγής είτε το πλήρες κείμενο αυτής, ενώ

στην Ελλάδα αρκεί η κατάθεση του, δίχως συγκεκριμένου υποχρεωτικά τύπου, δικο-

γράφου της αγωγής. Αυτό που έχει κυρίως σημασία (και προβλέπεται στις δικονομί-

ες και των δύο χωρών) είναι το γεγονός και στα δύο εισαγωγικά αυτά της δίκης έγ-

γραφα να αναφέρεται το είδος του δικογράφου, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου

ασκείται, τα στοιχεία των διαδίκων, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς και το

αίτημα της αγωγής. Επιπλέον (έχει κυρίως σημασία), το γεγονός ότι τα έγγραφα αυ-

τά θα πρέπει να κοινοποιούνται (επιδίδονται) στον αντίδικο του ενάγοντος, ώστε να

πραγματώνεται μια από τις απόρροιες της αρχής της δίκαιης δίκης, το δικαίωμα της

εκατέρωθεν ακρόασης των διαδίκων. Οι ανωτέρω σημαντικές πρόνοιες απαντώνται

και στις δύο δικονομικές έννομες τάξεις, την κυπριακή και την ελληνική.

Η ελλαδική μου, λοιπόν, προέλευση και η ηπειρωτική μου νομική καταγω-

γή δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στην κατανόηση της κυπριακής πολιτικής δικονομί-

ας. Αντιθέτως, επεδίωξα τις ιδιότητές μου αυτές να τις καταστήσω πλεονέκτημα. Στο

πλαίσιο αυτό προσπάθησα να μεταλαμπαδεύσω στοιχεία της κατά κοινή ομολογία

πιο ανεπτυγμένης συστηματικά δικονομικής θεωρίας του ηπειρωτικού δικαίου, δί-

χως, όμως, να αλλοιώσω τη φυσιογνωμία του αγγλοσαξωνικού δικονομικού δικαί-

ου. Έτσι, έχοντας ως αφετηρία τα κείμενα των διαλέξεων επιφανών κυπρίων νομικών

σε φοιτητές και ασκουμένους δικηγόρους (περί των οποίων θα γίνει αναφορά στην

εισαγωγή του παρόντος) καθώς και το πολύτομο ημιτελές σύγγραμμα (στο οποίο

αναφέρθηκα ανωτέρω) απέκτησα μια βασική εγκράτεια του γνωστικού αντικειμέ-

νου της κυπριακής πολιτικής δικονομίας. Ακολούθως, μέσω των ως άνω κειμένων,

προσανατολίσθηκα στην αναζήτηση των πηγών του γραπτού δικονομικού δικαίου

(κυρίως το Σύνταγμα, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, ο περί Πολιτικής Δικονομίας

Νόμος και ο περί Δικαστηρίων Νόμος). Σημαντικότατη δεξαμενή σχετικής πληροφό-

ρησης αποτέλεσε ο ιστότοπος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Τέλος, η επι-

σκόπηση της νομολογίας, κυρίως των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τις

οποίες συμπληρώνονται τα κενά του θετικού δικονομικού δικαίου, ολοκλήρωσε την

εικόνα στη νομική μου συνείδηση του σχετικού γνωστικού αντικειμένου.