ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Α. ΑΛΑΠΑΝΤΑΣ 1049 Γενικοί ορισμοί Άρθ. 178 [βλ. Καρρά Α., Κριτική επισκόπηση της ποινικής δικονομικής νομολογίας του Αρείου Πάγου των ετών 1999-2000, ΠοινΧρ 2000,963]. Έγγραφο στην ποινική δίκη αποτελεί και η πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε στο πλαίσιο της συναφούς πολιτικής δίκης [ΑΠ 555/2015, ΝΟΜΟΣ], ενώ έγγραφα συνι- στούν και οι ιδιωτικές ιατρικές γνωματεύσεις [ΑΠ 384/2017, ΝΟΜΟΣ]. Ως ομολογία του κατηγορουμένου νοείται η παραδοχή από τον κατηγορούμενο πραγματικών περιστατικών, που συνιστούν τη βάση της εναντίον του κατηγορίας, αλ- λά και άλλων επιβλαβών γεγονότων, που αποκλείουν την άρση του άδικου χαρακτή- ρα της πράξης, την ικανότητα ή μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής ή επιβαρύνουν την ποινή και γενικότερα κα- θιστούν δυσμενέστερη τη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Η ομολογία διακρίνεται σε δικαστική, όταν γίνεται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας από το πρόσωπο εκεί- νο που έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και σε εξώδικη (προφορική ή έγγρα- φη) ομολογία, όταν δηλ. γίνεται εκτός της ποινικής διαδικασίας και εισέρχεται στην ποινική διαδικασία με έμμεσο τρόπο, π.χ. μέσω μαρτυρίας τρίτου προσώπου και η οποία (εξώδικη ομολογία) εκτιμάται ως ένδειξη και εξαρτάται από τον «καταδότη» και τον τρόπο πληροφόρησής του [ Σεβαστίδης, ΚΠΔ -Ερμηνεία, τ.ΙΙΙ, σελ. 2297]. Παρά τη στενή διατύπωση του άρθρου 178 ΚΠΔ γίνεται δεκτό ότι αποδεικτικό μέσο δεν απο- τελεί μόνο η ομολογία, αλλά συνολικά η απολογία του κατηγορουμένου [ΑΠ 378/2016 ΠοινΧρ 2017,739, ΑΠ 758/1998 ΠοινΧρ 1999,340, Κονταξής Α., ό.π, σελ. 1260, Κωνσταντινίδης Α., Η απόδειξη στην ποινική δίκη, 2012, σελ. 111]. Η ομολογία πρέ- πει να προέρχεται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και όχι από τον συνήγορο του, επομένως οι εξηγήσεις που αυτός δίνει στο δικαστήριο εκπροσωπώντας τον εντολέα του κατηγορούμενο, δεν επέχουν θέση απολογίας του κατηγορουμένου, άρα δεν συ- νιστούν αποδεικτικό μέσο και η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο δεν θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο της αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας [ΑΠ 1517/2005 ΠοινΔικ 2006,348 =ΠΛογ 2005,1345]. Η ομολογία του κατηγορουμένου πρέπει να είναι αυ- θόρμητη, προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης βούλησης του, χωρίς τη χρήση απαγορευμένων αποδεικτικών μέσων, διότι, αν αποσπάστηκε λ.χ. με τη χρήση βασα- νιστηρίων και γενικά βίας ή απειλής, παραπειστικές ερωτήσεις (άρθρο 223 παρ. 5 ΚΠΔ), με εκβιαστικά μέσα ή με εξαπάτηση του κατηγορουμένου, είναι απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη [ Μπενάκη Α., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 761/1973, ΠοινΧρ 1973,807 επ., Χαραλαμπάκης Α., ό.π., Υπερ 1995,670], ενώ μπορεί να διαπράττεται και ποινικό αδίκημα, κατά τα άρθρα 239 στοιχ. α και 137Α ΠΚ. Επί πλέον, είναι απόλυτα άκυρη και απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση της κα- τάθεσης του κατηγορουμένου, όχι μόνο όταν αυτός καθίσταται αντικείμενο σωματι- κής ή ψυχολογικής βίας (κατά παράβαση των άρθρων 7 παρ. 2 Σ και 3 ΕΣΔΑ), αλλά και όταν αυτή αποτελεί το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης του ελλειπτικού επιπέδου συνείδη- σης αυτού είτε προϋπήρχε, οφειλόμενο σε λόγους άσχετους με την εξέτασή του είτε δημιουργήθηκε εξ αιτίας αυτής και μάλιστα γίνεται δεκτό ότι η κατάθεση αυτή δεν μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά ούτε σε βάρος άλλου συγκατηγορουμένου [ΑΠ 1413/2010 ΠοινΧρ 2010,643]. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι η άρνηση του κατηγορου- 7 8

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=