ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Άρθ. 178 ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 1050 Π. ΚΑΙΣΑΡΗΣ / Α. ΑΛΑΠΑΝΤΑΣ μένου να απαντήσει στις ερωτήσεις του ανακρίνοντος ή του δικαστηρίου δεν επιτρέ- πεται να ερμηνευθεί ως σιωπηρή ομολογία αυτού. Η ομολογία του κατηγορούμενου μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς να αποβάλει την ισχύ της από μόνη την ανά- κλησή της, η οποία εκτιμάται ελεύθερα [ Καίσαρης Π., ό.π, σελ. 2332, Κονταξής Π., ό.π., σελ. 1261, Μαργαρίτης Μ., ό.π., σελ. 373]. Η ειλικρινής ομολογία δεν είναι σύ- νηθες φαινόμενο, διότι ο κατηγορούμενος, στην προσπάθειά του να αμυνθεί και να υπερασπισθεί καλύτερα τον εαυτό του, προβαίνει κατά κανόνα σε αρνήσεις, εν όλω ή εν μέρει, των εις βάρος του κατηγοριών. Δεν αποκλείονται και περιπτώσεις που ομο- λογεί ο κατηγορούμενος ψευδώς είτε εκ λόγων ψυχοπαθολογικών είτε προς εξασφά- λιση δημοσιότητας είτε προς εξασφάλιση άλλοθι, ή για να καλύψει άλλον δράστη οι- κείο του ή άλλο βαρύτερο έγκλημα που o ίδιος διέπραξε, κ.ο.κ, γι’ αυτό και ο δικα- στής πρέπει με πολλή περίσκεψη να συνεκτιμά μετά των άλλων αποδείξεων την ομο- λογία. Στην απόφαση πρέπει να αναφέρεται από πού προέκυψε ομολογία, όταν μάλι- στα δεν βεβαιώνεται στα πρακτικά ότι αναγνώστηκαν περικοπές της προανακριτικής απολογίας του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 366 παρ. 2 ΚΠΔ [ΑΠ 1020/1999 ΠοινΧρ 2000,511, ΑΠ 1131/1998 ΠοινΔικ 1999,575]. Αναιρετέα, ως αναιτιολόγητη, είναι η απόφαση, στην οποία βεβαιώνεται απλώς ότι ο κατηγορούμενος ομολόγησε την πράξη του [ΑΠ 414/2004 ΠραξΛογΠΔ 2004,11, ΑΠ 1521/2000 ΠοινΧρ 2001,608, Συλίκος Γ., Η ομολογία του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη ως αλυσιτελές «απο- δεικτικό μέσο», ΠραξΛογΠΔ 2006,195]. Σημειωτέον ότι η ψευδής ομολογία (αυτοκα- ταγγελία) τιμωρείται με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ, 2 ΠΚ, αν διαπράχθηκε το έγκλημα και με τη διάταξη του άρθρου 230 ΠΚ, αν αυτό δεν έγινε. Δεν συνιστούν αποδεικτικά μέσα: α) η έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου [ΑΠ 1259/1995 Υπερ 1996,506, με παρατηρ. Μαργαρίτη Λ. ] και τα λοιπά διαδικαστικά έγ- γραφα (όπως π.χ τα αποδεικτικά επιδόσεως, το ένταλμα σύλληψης), δεδομένου ότι έγ- γραφα με την έννοια του άρθρου 364 ΚΠΔ, που πρέπει να αναγνωστούν, προκειμένου να αξιοποιηθούν αποδεικτικά, είναι μόνο εκείνα που αναφέρονται στην ενοχή ή αθωό- τητα του κατηγορουμένου και επομένως όχι τα διαδικαστικά έγγραφα, β) οι αγορεύσεις και οι εξηγήσεις που δίνει ο συνήγορος του κατηγορουμένου που δεν επέχουν θέση απολογίας, εν όψει του ότι αυτές γίνονται κατ’ άρθρο 369 ΚΠΔ μετά το πέρας της απο- δεικτικής διαδικασίας [βλ. και ΑΠ 1517/2005, ό.π.] και γ) η ιδιωτική γνώση του δικα- στή, αφού κάτι τέτοιο θα τον μετέβαλε σε μάρτυρα και δ) η ανώνυμη καταγγελία. Γίνεται δεκτό ότι δεν συνιστά νόμιμο αποδεικτικό μέσο η ανώνυμη καταγγελία, καθ΄ όσον η ανυπαρξία υπογράφοντος στερεί τη δυνατότητα ελέγχου της αξιοπιστίας του εκδότη της και συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο της δικογραφίας [βλ. ΣυμβΕφΑθ 2856/2011 ΠοινΧρ 2012,289, Ζησιάδη Ι., Ποινική Δικονομία, τ. Α, 1976, σελ. 327, Κονταξή Α., ό.π., άρθρο 179, σελ. 1319, Μαργαρίτη Μ., ό.π., άρθρο 179, σελ. 374]. Για τα λοιπά αναγραφόμενα στο άρθρο αυτό αποδεικτικά μέσα (αυτοψία, πραγματο- γνωμοσύνη, μάρτυρες, έγγραφα), βλέπε την ανάλυση πιο κάτω, στις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ. 9 10

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=