ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 15 της, που γίνεται μετά τη λήξη της συμβατικής της διάρκειας, προκειμένου να εφαρμοστεί λ.χ. η υποχρέωση χορήγησης πληροφοριών που έχει ο ασφαλι- στής κατά τη σύναψη της σύμβασης στον αιτούντα ασφάλιση. Εντούτοις τούτο δεν απαιτείται πάντοτε (βλ. αρ. περιθ. 69) αν και κατ’ αρχήν θα έπρεπε κατά το γενικό δίκαιο, ως νέα σύμβαση, τα στοιχεία αυτά να ξαναχορηγηθούν. Ακόμα η προστασία των ασφαλισμένων που είναι ο πρώτιστος σκοπός του εποπτικού επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δικαίου, επιβάλλει στην επο- πτική Αρχή, με γνώμονα την ύπαρξη ή μη προστατεύσιμου συμφέροντος σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, ευλυγισία στην εφαρμογή του που, σε συνδυα- σμό και με τη ρυθμιστική εξουσία που έχει η Αρχή, της επιτρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να συμπληρώνει και να ξεπερνά ακόμα και το γράμμα της ειδικής νομοθεσίας, αν τούτο υπαγορεύεται από επείγουσες ανάγκες προστασίας των ασφαλισμένων. Τέλος, έννοιες του ποινικού δικαίου, όταν υιοθετούνται για την περιγραφή ασφαλιστικών κινδύνων, είναι δυνατόν να πρέπει να διαφοροποιούνται. Έτσι λ.χ. η έννοια της κλοπής δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ασφάλιση κατά κλο- πής όπου ο ασφαλιστής είναι ορθό να μπορεί ν’ αναμένει, με ή/και χωρίς σχε- τική συμβατική πρόβλεψη, ένα εύλογο διάστημα πριν καταβάλλει αποζημίω- ση, μήπως εν τω μεταξύ ανευρεθεί το «ασφαλισμένο» κλαπέν, αν πρόκειται για αγαθό, όπως τα επιβατηγά οχήματα, που σε μεγάλο ποσοστό βρίσκονται μετά από ένα μικρό διάστημα από την κλοπή. Επίσης θα πρέπει ν’ αποζημιω- θεί η ασφαλισμένη επιχείρηση κατά απιστίας των υπαλλήλων της, έστω και αν δεν καταδικάστηκε ήδη ο υπάλληλος (διαδικασία που διαρκεί) μετά την πάρο- δο ενός εύλογου χρονικού διαστήματος από την διαπίστωση της απιστίας ή αν δεν καταδικάστηκε λόγω παραγραφής ή αμφιβολιών. Άλλη ιδιαιτερότητα είναι ότι ο ασφαλιστής, σε αντίθεση προς το αδικοπρα- κτικό δίκαιο, με την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης (ασφαλίσματος) εκπληρώνει συμβατική του παροχή, με αποτέλεσμα να μην περιορίζεται ή απο- κλείεται η αποκατάσταση της ζημιάς που μπορεί να αξιώσει ο ζημιωθείς από θέματα που σχετίζονται με το βαθμό υπαιτιότητας του υπόχρεου. Για τον ασφα- λιστή τυχόν περιορισμός ή/και αποκλεισμός της υποχρέωσής του προς απο- κατάσταση της ζημιάς ρυθμίζεται συμβατικά με το ασφαλιστήριο και τους, όχι αντίθετους προς τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, ασφαλιστικούς όρους. Ακόμα, όταν ο ενάγων- λήπτης της ασφάλισης βασίζει το αγωγικό του αίτημα προς καταβολή ασφαλιστικής αποζημίωσης σε καταστροφή διαφόρων ασφαλισμένων αντικειμένων ή άλλων ασφαλιστικών συμφερόντων από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου, μπορεί να περιορίσει το αίτημα, χωρίς να κάνει αναλογικό περιορισμό των επί μέρους κονδυλίων, τα οποία απαρτίζουν την ασφαλιστική αποζημίωση, όπως θα συνέβαινε αν το αγωγικό αίτημα στρεφόταν κατά αδικοπραγήσαντα.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=