ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ & ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ & ΚΟΙΝΩΦΕΛΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 52 Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο, για να εκτιμηθεί εάν η επένδυση πραγματοποιείται υπό τους όρους της αγοράς, η απόδοση της επένδυσης θα πρέπει να συγκρίνεται με την κανονική αναμενόμενη απόδοση της αγοράς. Ως κανονική αναμενόμενη από- δοση (ή κόστος του κεφαλαίου της επένδυσης) μπορεί να οριστεί η μέση αναμε- νόμενη απόδοση 195 που απαιτεί η αγορά από την επένδυση με βάση γενικά αποδε- κτά κριτήρια και ιδίως τον κίνδυνο της επένδυσης, τη συνεκτίμηση της οικονομι- κής κατάστασης της εταιρείας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κλάδου, της περιοχής ή της χώρας. Εάν θεωρηθεί ότι, ηως άνωορισθείσα κανονική απόδο- ση δεν μπορεί ευλόγως να επιτευχθεί από τη συγκεκριμένη επένδυση, τότε είναι πολύ πιθανό αυτή να μην πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους της αγοράς 196 . Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, η αρχή του ιδιώτη επενδυτή έχει τύχει λε- πτομερούς επεξεργασίας από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, παρέχοντας στους ενδιαφερόμενους φορείς επαρκείς κατευθύνσεις ως προς τις ενδεδειγμένες με- θόδους που πρέπει να ακολουθήσουν ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος χορή- γησης απαγορευμένης κρατικής ενίσχυσης. Περαιτέρω, η εφαρμογή αυτής της αρ- χής συχνά προϋποθέτει σύνθετους οικονομικούς υπολογισμούς και προσεγγίσεις, που διεξάγονται από την Επιτροπή, κατ’ ενάσκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας. Αντίθετα, ο έλεγχος του ∆ικαστηρίου της Ένωσης επί των αποφάσεων της Επι- τροπής είναι κατά κανόνα ακυρωτικός, ελέγχοντας τη νομιμότητα της αιτιολογίας τους και την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών κανόνων ή μεθόδων. Πά- ντως, κύριο μέλημα τόσο της Επιτροπής όσο και του ∆ικαστηρίου είναι το κριτή- ριο αυτό να εφαρμόζεται, καταρχήν, επί τη βάσει των αντικειμενικών δεδομένων της αγοράς, αποφεύγοντας την υπεισέλευση εξωεπιχειρηματικών παραγόντων που ανάγονται στην ιδιαιτερότητα της κρατικής δράσης και που θα ήταν ικανοί να αλλοιώσουν τον χαρακτήρα και την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Τούτο διότι, δικαιολογητική βάση της αρχής του ιδιώτη επενδυτή δεν είναι η περίθαλψη των οικονομικών του κράτους, αλλά η τήρηση της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ των κρατικά χρηματοδοτούμενων επιχειρήσεων και εκείνων που καταφεύγουν σε ιδιώτες επενδυτές για την εξασφάλιση χρηματοδοτικών πόρων και, συνακόλουθα, η διατήρηση του ανόθευτου ανταγωνισμού 197 . 195.  Όπως επισημαίνεται, Καραγιάννης Β., όπ.π. υποσημ. 141, παρ. 44, ενώ αρχικά υπήρχε ένας απόλυτος προσανατολισμός στην απόδοση που αντιστοιχεί στην πλήρη μεγιστο- ποίηση του κέρδους, τελευταία παρατηρείται μία στροφή προς τη ρεαλιστικότερη τε- χνική της μέσης κατά κλάδο απόδοσης. 196.  Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης (…), όπ.π. υποσημ. 175, παρ. 4.2.3.2., σκ. 101-102. 197.  Βλ. Καραγιάννης Β., όπ.π. υποσημ. 141, παρ. 44 και Karydis G. «Le principe de l’ opérateur économique privé, critère de qualification des mesures étatiques, en tant qu’aides d’ Etat, au sens de l’ article 87 § 1 du traité CE», RTDEur, 2003, σελ. 389. Πρβλ. Smits C. «La notion d’ avantage et le critère de l’ opérateur en économie de marché» σε: Aides d’ Etat, Dony M. – Smits C. (επιμ.), Editions de l’ Université de Bruxelles, 2005, σελ. 65, όπου, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφοροποιήσεις μεταξύ ιδιωτικής και κρατικής δράσης και κυρίως τα εξω- επιχειρηματικά και δημοσίου συμφέροντος κίνητρα της τελευταίας (π.χ. καταπολέμη-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=