Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΑΔΟΧΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

Η προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του αναδόχου δημοσίας συμβάσεως 78 σοβαρότητας της παράβασης, της συμπεριφοράς της αναθέτουσας αρχής και, ενδεχομένως, του βαθμού στον οποίο μια σύμβαση παραμένει σε ισχύ. Οι εναλ- λακτικές κυρώσεις περιλαμβάνουν την επιβολή προστίμων ή τη σύντμηση της διάρκειας της σύμβασης. Επισημαίνεται, πάντως, ότι η απόφαση Braunschweig II διαφέρει από τις υποθέσεις που απασχόλησαν το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον στην τελευταία περίπτωση οι συμβάσεις που συνήφθησαν κατά παρά- βαση του ενωσιακού δικαίου είχαν ήδη εκτελεστεί, οπότε η μόνη δυνατότητα συμμόρφωσης προς την απόφαση του ΔΕΕ που απέμενε εν προκειμένω περιορι- ζόταν στο στάδιο της εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην προηγούμενη πρώτη απόφαση σχετικά με την ανωτέρω υπόθεση “Braunschweig I” (απόφαση ΔΕΕ της 10ης Απριλίου 2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-20/01 και 28/01), η Γερμανία ισχυρίσθηκε ότι «το ενωσιακό δίκαιο κατοχυρώνει τις συμβάσεις αυτές με την προστασία που απορρέει από τα κεκτη- μένα δικαιώματα και η αρχή pacta sunt servanda αναγνωρίζεται από την οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989… Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι προβλέπει τη δυνατότητα να περιορίζεται η εξουσία της αρχής ελέγχου της διαδικασίας συνάψεως δημο- σίων συμβάσεων στη χορήγηση αποζημιώσεως σε κάθε πρόσωπο που υπέστη ζημία από παράβαση του ενωσιακού δικαίου περί των δημοσίων συμβάσεων, δεν επιτάσσει την καταγγελία ή τη μη τήρηση συμβάσεων που έχουν εγκύρως συναφθεί. Όσον αφορά το εθνικό δίκαιο…χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι η αρχή ότι δεν είναι δυνατή η καταγγελία συμβάσεως την οποία συνήψε αναθέ- τουσα αρχή κατά παράβαση των διατάξεων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσε- ων παρά μόνο για σοβαρό λόγο, έννοια η οποία δεν καλύπτει τα προγενέστερα της συνάψεως της ως άνω συμβάσεως γεγονότα. Εξάλλου, η ακυρότητα μιας τέτοιας συμβάσεως προβλέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αυστηρά κα- θορισμένες, οι οποίες δεν αφορούν τις συναφθείσες εν προκειμένω συμβάσεις. Αντιθέτως, το εθνικό δίκαιο περιλαμβάνει τις αναγκαίες διατάξεις που παρέ- χουν τη δυνατότητα στα θιγόμενα πρόσωπα να ζητήσουν αποζημίωση». Το ΔΕΕ ωστόσο απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό με σκεπτικό παρόμοιο με αυτό της μεταγενέστερης απόφασης Braunschweig IΙ (C-503/04). Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι: « τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται ένα τετελε- σμένο γεγονός για το οποίο ευθύνονται τα ίδια, προκειμένου να αποφύγουν την εκ μέρους της Επιτροπής άσκηση προσφυγής. Επιπλέον, ναι μεν το Δικαστήριο έχει απορρίψει ως απαράδεκτη προσφυγή λόγω παραβάσεως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων με την αιτιολογία ότι η παράβαση δεν υφίστατο πλέον μετά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, η λύση αυτή όμως προέκυψε από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της σχετικής υποθέσεως. Αντιθέτως, στις παρούσες υποθέσεις, οι συμβάσεις που συνήφθησαν κατά παρά- βαση του ενωσιακού δικαίου θα συνεχίσουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους για δεκαετίες. Επομένως, η Γερμανική Κυβέρνηση δεν έθεσε τέλος στην παρά- βαση. Η αδυναμία ακυρώσεως των επίμαχων συμβάσεων δεν ασκεί καμία επιρ- ροή επί του παραδεκτού των προσφυγών, διότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=