Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ)

Δ. ΠΥΡΓΑΚΗΣ 573 Άρθρο 50 2. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως των Παρισίων της 13.12.1957 (κυρώθηκε με το Ν 4165/1961, Α΄ 75) Άρθρο 9: «Δεν παρέχεται έκδοσις, οσάκις το καταζητούμενον άτομον εδικάσθη ήδη οριστικώς υπό των αρμο- δίων Αρχών του Μέρους παρ’ ου ζητείται η έκδοσις, δια την πράξιν ή τας πράξεις δι’ ας ζητείται αύτη. Δύναται ωσαύτως να αρνηθή την έκδοσιν, εάν αι αρμόδιαι Αρχαί του Μέρους παρ’ ου ζητείται η έκδοσις, απεφάσισαν την μη ενάσκησιν διώξεως ή την διακοπήν της ασκηθείσης τοιαύτης, δια την αυτήν ή τας αυτάς πράξεις». 3. Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση και δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες (Στρασβούργο 8.11.1990, κυρώθηκε με το Ν 2655/1998, Α΄ 264) Άρθρο 18: «1. Η προβλεπόμενη στο παρόν Κεφάλαιο συνεργασία είναι δυνατόν να μην παρασχεθεί στην πε- ρίπτωση που: α. … ε. το Μέρος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση θεωρεί ότι το αιτούμενο μέτρο θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή ``ne bis in idem``». 4. Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Διεθνή Ισχύ των Ποινικών Αποφάσεων (Χάγη 28.5.1970) και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Μεταφορά των Ποινικών Διαδικασιών (Στρασβούργο 15.5.1972) Στο άρθρο 53 παρ. 1 της πρώτης και στο ομοίου περιεχομένου άρθρο 35 παρ. 1 της δεύτερης από τις εν λόγω συμβάσεις θεσπίζεται η απαγόρευση της νέας δίωξης ή τιμωρίας του προσώπου, το οποίο αθωώθηκε ή κατα- δικάστηκε σε ένα κράτος-μέρος, σε άλλο κράτος-μέρος, εφόσον, στην περίπτωση καταδίκης, η ποινή εκτίθη- κε ή εκτίεται ή αυτή αφέθηκε με χάρη ή αμνηστία ή παρεγράφη ή το δικαστήριο που το καταδίκασε αποφάσισε να μην επιβάλει ποινή. Μέχρι σήμερα η πρώτη από τις ανωτέρω συμβάσεις έχει τεθεί σε ισχύ σε δεκαοκτώ και η δεύτερη σε είκοσι δύο κράτη, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται κράτη όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Μ. Βρετανία, ενώ η Ελλάδα τις έχει υπογράψει (27.8.1979) αλλά δεν τις έχει κυρώσει (βλ. σχετικώς J. Pradel / G. Corstens, σ. 59 επ., Χ. Παπαχαραλάμπους, ΠοινΔικ 1999, σ. 854). Β. Ο.Η.Ε. 1. Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, 16.12.1966, (έναρξη ισχύος 23.3.1976, κυρώθηκε με το Ν 2462/1997, Α΄ 25) Άρθρο 14: «7. Καvείς δεv δικάζεται oύτε τιμωρείται για έvα αδίκημα για τo oπoίo έχει ήδη απαλλαγεί ή έχει κα- ταδικασθεί με oριστική απόφαση πoυ εκδόθηκε σύμφωvα με τo δίκαιo και τηv πoιvική δικovoμία κάθε χώ- ρας.» 2. Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της 17.7.1998, (έναρξη ισχύος 1.7.2002, κυ- ρώθηκε με το ν. 3003/2002, Α΄ 75) Άρθρο 20: «1. Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Καταστατικό, κανείς δεν δικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για συμπεριφορά η οποία αποτέλεσε τη βάση εγκλημάτων για τα οποία το πρόσωπο αυτό καταδι- κάστηκε ή αθωώθηκε από το Δικαστήριο. 2. Ουδείς δικάζεται από άλλο δικαστήριο για έγκλημα το οποίο ανα- φέρεται στο άρθρο 5 και για το οποίο το πρόσωπο αυτό έχει ήδη καταδικαστεί ή αθωωθεί από το Δικαστήριο. 3. Ουδείς, ο οποίος δικάστηκε από άλλο δικαστήριο για συμπεριφορά η οποία επίσης απαγορεύεται κατά τα άρθρα 6, 7 ή 8, θα δικάζεται από το Δικαστήριο σε σχέση με την ίδια συμπεριφορά, εκτός αν οι διαδικασίες στο δικαστήριο: (α) Έλαβαν χώρα για να προστατεύσουν το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται από την ποινική ευ- θύνη για εγκλήματα εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ή (β) Με άλλο τρόπο δεν διεξήχθησαν ανεξάρ- τητα ή αμερόληπτα σύμφωνα με τους κανόνες της ορθής διαδικασίας που αναγνωρίζονται από το διεθνές δί- καιο και διεξήχθησαν με τρόπο που, υπό τις δεδομένες συνθήκες, δεν συμβιβάζεται με την πρόθεση να αχθεί το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται ενώπιον της δικαιοσύνης. Γ. Ελληνικό Σύνταγμα Παρόλο που τόσο το σύνταγμα της Τροιζήνας (άρθρο 16) όσο και το Σύνταγμα του 1832 (άρθρο 45) προέβλε- παν ότι «κανείς δεν κρίνεται δις δι’εν και το αυτό αμάρτημα», στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα δεν κατοχυρώ- νεται ρητά η απαγόρευση της διπλής διώξεως ή του διπλού κολασμού της ίδιας αξιόποινης πράξεως. Ωστόσο, ένας τέτοιος συνταγματικός κανόνας, ανάλογα με τις ειδικότερες εκφάνσεις του, μπορεί να συναχθεί από τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, είτε αυτοτελώς είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. γ΄ του Συντάγματος (Ι. Δημητρακόπουλος, σ. 169).

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=