Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΜΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

δικονομικού δικαίου, όπως διαμορφώθηκε και ισχύει στην ηπειρωτική Ευρώπη, σύμ- φωνα με την οποία η δομή της διαδικασίας, διαρθρώνεται και προσδιορίζεται από δικονομικούς κανόνες, κατά το μάλλον ή ήττον, και ο δικαστής έχει κυρίαρχο ρόλο στην απονομή του δικαίου, δεν απαντάται στο αγγλικό δίκαιο, ακόμα και μετά τη θέση σε ισχύ των δικονομικών κανόνων (Civil Procedural Rules 1999) και την προσπάθεια για την οργάνωση του δικονομικού δικαίου σε σύστημα επιμέρους δικονομικών αρχών και κανόνων. 1.2. Το αγγλικό αστικό δικονομικό δίκαιο γνωρίζει δύο δικονομικά συστήματα, τα οποία είναι δυνατόν να διέπουν την διαδικασία στο δικαστήριο. Το ονομαζόμενο ως adversary system , που συνιστά ένα αυτοτελές σύστημα, μόρφωμα της δικανικής παράδοσης του αγγλικού κοινοδικαίου 11 , που συνδυάζει χαρακτηριστικά τόσο του συζητητικού συστήματος όσο και της αρχής της διαθέσεως και αποτελεί ήδη από τον 13 ο αιώνα μέχρι σήμερα, το ισχύον σύστημα που διέπει την αγγλική πολιτική δίκη με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απόλυτη κυριαρχία των μερών στη διαδικασία 12 . Το έτερο δικονομικό σύστημα που είναι δυνατόν να εφαρμόζεται στην πολιτική δίκη είναι το inquisitorial system 13 το οποίο αντιστοιχεί στο ανακριτικό σύστημα και βρί- σκεται στους αντίποδες του adversary system. Σύμφωνα με το adversary system 14 , όπως αυτό ίσχυε πριν την εισαγωγή των κανόνων της αγγλικής πολιτικής δικονομίας (Civil Procedure Rules 1999 - CPR), τα διάδικα μέρη έχουν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική δίκη 15 . Έχουν την ευχέρεια να καθορί- ζουν την έναρξη, την εξέλιξη, την περάτωση της δίκης, το αντικείμενο της δίκης, να εισφέρουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς 16 και τα αποδεικτικά μέσα, ενώ επίσης 11.  Στην παρούσα μελέτη δεν θα γίνει χρήση του όρου “αγγλοσαξονικό δίκαιο”, παρά “αγγλικό κοι- νοδίκαιο”, καθώς το αγγλοσαξονικό δίκαιο καλύπτει την περίοδο του δικαίου, όπως αυτό διαμορ- φώθηκε το 1066 με την κατάκτηση της Μ. Βρετανίας από τους Νορμανδούς και διήρκησε μέχρι και την φεουδαρχική περίοδο οπότε και διαμορφώθηκε το αγγλικό κοινοδίκαιο ( common law ). Το αγγλοσαξονικό δίκαιο επομένως ως όρος αντιπροσωπεύει το παλαιότερο αγγλικό δίκαιο του 11 ου αιώνα. Πρβλ. σχετικά ορθά David , Introduction à l’étude du droit privé de l’Angleterre, σ. 16. 12.   Herb , Eüropaisches Gemeinschaftsrecht und nationaler Zivilprozess σ. 80 · πρβλ. Jacob , The fabric of english legal procedure, σ. 6επ., για την ιστορική καταγωγή του adversary system στη Magna Charta (1215) με την πρόβλεψη σ’αυτήν της δίκης με τη συμμετοχή ενόρκων. 13.  Yuill v. Yuill (1945), All ER 1 σ. 183, “Α judge who himself conducts the inestigation descends into the arena and is liable to have his vision clouded by the dust of the conflict.” 14.  Βλ. σχ. Jolowicz, On civil procedure, σ. 177, για την μη αυτοτέλεια του adversary system σε σχέση με τη γαλλική αντίστοιχη αρχή της principe du contradictoire · πρβλ.. συγκριτική μελέτη της Ferrand , Le principe contradictoire et l expertise en droit compare europeen, R.I.D.C. vol. 52 (2000), σ. 345επ.. 15.  Η μοναδική εξαίρεση στο adversary system , όπως ίσχυε πριν την εισαγωγή του κώδικα της αγγλι- κής δικονομίας (CPR 1999), ήταν οι γαμικές διαφορές · βλ. σχετικά Cohn , Diematerielle Rechtskraft im englischen Recht, Festschrift für Nipperdey σ. 877. 16.  “Truth is best discovered by powerfull statements on both sides of the question”, Lord Eldon, Zweigert/Kötz , ό.π., σ. 268. 8 Η αναγνώριση των εννόμων συνεπειών των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=