ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

abstentionnisme abus 7 A tion de porter secours à une personne en danger , παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής. abstentionnisme (ουσ. αρσ.) , αποχή, ab- sence d’abstentionnisme , τακτική πα- ρακολούθηση, abstentionnisme électo- ral , αποχή στις εκλογές. abstentionniste (επίθ.) , απέχων, éléc- teur abstentionniste , απέχων ψηφοφό- ρος. abstracto (λατ.) , αφηρημένος, caractère descriptif in abstracto du signe , αφηρη- μένος περιγραφικός χαρακτήρας του σή- ματος. abstrait,-e (επίθ.) , αφηρημένος, défini d’une manière générale et abstraite , ορισμένος κατά τρόπο γενικό και αφηρη- μένο, détermination des bénéficiaires dans l’abstrait , αφηρημένος προσδιο- ρισμός δικαιούχων, opinion abstraite , κοινή γνώμη, promesse abstraite , αόρι- στη υπόσχεση, terme abstrait , αόριστη έννοια, titre abstrait , τίτλος κυριότητας ανεξάρτητος από τη νομική αιτία από την οποία αποκτήθηκε. abstrat (ουσ. αρσ.) , επικεφαλίδα, abstrat d’arrêt , επικεφαλίδα (ή περίληψη) δικα- στικής απόφασης. abus (ουσ. αρσ.) , κατάχρηση, κακομεταχεί- ριση, κακοποίηση, abus d’alcool , κατά- χρηση οινοπνεύματος, abus d’autorité , κατάχρηση εξουσίας (γαλλΠΚ 432-1 επ.), abus des besoins, des passions, des fai- blesses d’un mineur , αδίκημα της κατά- χρησης των αναγκών, των επιθυμιών, των αδυναμιών ανηλίκου, abus de biens (ou de crédit) d’une société (οu sociaux) , κατάχρηση εταιρικής περιουσίας (γαλ- λΕμπΚ L. 241-3-4o, L. 242-6-3o, L. 243-1, L. 244-1, L. 244-5), abus de blanc-seing , κατάχρηση εν λευκώ επιταγής, abus de confiance , κατάχρηση εμπιστοσύνης (γαλλΠΚ 314-1), abus de la dénomina- tion sociale, καταχρηστική χρήση της εταιρικής επωνυμίας από τον εκπρόσω- πο της εταιρίας για το προσωπικό του συμφέρον, abus de (l’état de ) dépen- dance économique , κατάχρηση οικο- νομικής εξάρτησης (γαλλΕμπΚ L. 420-2), abus de domination , κατάχρηση οικονο- μικής δύναμης, abus de droit , καταχρη- στική άσκηση δικαιώματος (γαλλΑΚ 384, 618 και 1240, γαλλΚΠολΔ 32-1, 550, 559, 581 και 628, γαλλΚΔιοικΔικαιοδ R. 741- 12), abus d’égalité , καταχρηστική άσκη- ση εξουσίας εταίρου διμελούς εταιρίας περιορισμένης ευθύνης που συμμετέχει κατά 50%, abus de l’état de dépendance (économique) , κατάχρηση (οικονομι- κής) εξάρτησης, abus de faiblesse , κα- τάχρηση αδυναμίας (γαλλΑΚ 1143), abus de faiblesse d’un mineur , κατάχρηση αδυναμίας ανηλίκου, abus de faiblesse d’une personne vulnérable , κατάχρηση αδυναμίας ευάλωτου προσώπου (γαλ- λΑΚ 1143, γαλλΚΚαταν L. 121-8 επ., από L. 132-13 έως L. 132-15, γαλλΠΚ 223-15- 2), abus de fonction , κατάχρηση καθή- κοντος (ή εξουσίας) από δημόσιο λει- τουργό, abus d’immunités , κατάχρηση της ασυλίας, abus d’ignorance , κατάχρη- ση άγνοιας, abus de majorité , καταχρη- στική άσκηση εξουσίας πλειοψηφίας των εταίρων, abus de marché , κατάχρηση αγοράς (γαλλΝομΧρημΚ L. 465-1, κανο- νισμός (ΕΕ) 596/2014), abus en matière d’intérêt , τοκογλυφία, abus de minori- té , καταχρηστική άσκηση εξουσίας μει- οψηφίας των εταίρων, abus du mono- pole , κατάχρηση του μονοπωλίου, abus des paiements en espèces et du change d’espèces , καταχρηστική χρήση πληρω- μών τοις μετρητοίς και συναλλαγών τοις μετρητοίς, abus de position dominante (ou de domination) , κατάχρηση δεσπό-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=