ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

abuser accélérer 8 ζουσας θέσης (γαλλΕμπΚ L. 420-2, ΣΛΕΕ 102), abus de pouvoir , κατάχρηση εξου- σίας, abus de procédure (ou procédu- ral) , κατάχρηση διαδικασίας, abus de puissance (économique) , καταχρηστι- κή εκμετάλλευση (οικονομικής ισχύος), abus du régime propre au petit trafic frontalier , κατάχρηση του καθεστώτος τοπικής διασυνοριακής κυκλοφορίας, abus sexuel , σεξουαλική κακοποίηση, abus de vulnerabilité , κατάχρηση ευ- άλωτης κατάστασης υπό τη μορφή σε- ξουαλικής επιθετικότητας σε βάρος ανη- λίκου 15 ετών με μειωμένη ικανότητα αντίληψης (γαλλΠΚ 222-22-1). abuser (ρ.μ.) , καταχρώμαι, ασκώ καταχρη- στικά, abuser d’un droit , καταχρώμαι ενός δικαιώματος, abuser d’une femme , κατάχρηση γυναίκας. abusif, -ive (επίθ.) , καταχρηστικός, πα- ράνομος, caractère abusif des clauses , καταχρηστικός χαρακτήρας διατάξεων, contenu abusif , καταχρηστικό περιεχό- μενο, licenciement abusif , παράνομη, καταχρηστική απόλυση, recours abusif , καταχρηστική προσφυγή, signalement abusif , καταχρηστική καταγγελία, statut abusif , καταχρηστικό καθεστώς, usage abusif des données , παράνομη χρήση δεδομένων, usage abusif d’une facul- té , καταχρηστική άσκηση μίας ευχέρει- ας, abusivement , καταχρηστικά, béné- ficier abusivement , εκμεταλλεύομαι καταχρηστικά, porter abusivement at- teinte à l’intérêt d’une autre personne , παρεμβαίνω καταχρηστικά στα συμφέ- ροντα ενός άλλου προσώπου, se sous- traire abusivement à une obligation légale , παραβιάζω καταχρηστικά μία νό- μιμη υποχρέωση, utiliser abusivement , ασκώ καταχρηστικά. abusus (λατ.) , δικαίωμα διάθεσης, abu- sus non tollit usum , η κατάχρηση δεν αναιρεί τη χρήση, l’usufruitier ne pos- sède que l’usus et le fructus et n’a pas l’abusus , ο επικαρπωτής έχει μόνον το δικαίωμα χρήσης και κάρπωσης και δεν έχει το δικαίωμα διάθεσης. académie (ουσ. θηλ.) , ακαδημία. accaparer (ρ.μ.) , παίρνω, συγκεντρώνω, ιδιοποιούμαι. accaparement (ουσ. αρσ.) , ιδιοποίηση, accaparement des terres , αρπαγή γαιών (γαλλΑγρΚ L. 143-15-1). accéder (ρ.μ.) , έχω πρόσβαση, προσχω- ρώ, accéder à la base des données , έχω πρόσβαση στη βάση δεδομένων, accé- der aux documents , έχω πρόσβαση στα έγγραφα, accéder gratuitement au Jour- nal Officiel de l’Union Εuropéenne , έχω δωρεάν πρόσβαση στην Επίσημη Εφημε- ρίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, accéder à l’intégralité des textes , έχω πρόσβα- ση στο σύνολο των κειμένων, accédant à la propriété , μισθωτής που γίνεται κύ- ριος της κατοικίας, accédant à une de- mande , ο απαντών θετικά σε ένα αίτημα, droit d’acceder à un tribunal impar- tial , δικαίωμα αμερόληπτου δικαστηρί- ου (Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμά- των της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τίτλος VI, άρθρο 47). accedit (ουσ. αρσ.) σύσκεψη των πραγ- ματογνωμόνων με την παρουσία και τη συμμετοχή των διαδίκων πριν την κατά- θεση της έκθεσής τους στο δικαστήριο. accélérer (ρ.μ.) , επισπεύδω, επιταχύνω, accélerer la procédure , επισπεύδω τη διαδικασία, procédure accélérée , συνο- πτική διαδικασία, ταχεία διαδικασία (Κα- νονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου της ΕΕ άρθρο 105), procédure accélérée

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=