ΓΑΛΛΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ/ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

accepter accessibilité 10 acceptation , πίστωση αποδοχής, déci- sion d’acceptation , απόφαση αποδοχής, instruments de ratification, d’approba- tion ou d’acceptation d’un accord inter- national , έγγραφα (ή όργανα) επικύρω- σης, έγκρισης ή αποδοχής μίας διεθνούς συμφωνίας, par acceptation , με αποδο- χή, pour acceptation , δεκτή (συναλλαγ- ματική), sous réserve d’acceptation , υπό την επιφύλαξη της αποδοχής. accepter (ρ.μ.) , δέχομαι, αποδέχομαι, ac- cepter d’un commun accord , δέχομαι από κοινού, συναποδέχομαι, accepter de fournir toutes les informations néces- saires et de se soumettre aux contrôles , δέχομαι να παράσχω οποιεσδήποτε πλη- ροφορίες και να υποβληθώ στους ελέγ- χους, accepter une lettre de change , αποδέχομαι συναλλαγματική, accepter contre paiement , αποδέχομαι έναντι κα- ταβολής, accepter en paiement , απο- δέχομαι προς εξόφληση του τιμήματος, accepter purement et simplement , δέ- χομαι καθαρά και ανεπιφύλακτα, le polli- citant et l’acceptant peuvent être sépa- rés par la distance , η απόσταση μπορεί να χωρίζει τον υποβάλλοντα την προ- σφορά και τον αποδέκτη της, protéger l’acceptant lorsqu’il est la partie faible au contrat , προστατεύω τον αποδέκτη της πρότασης όταν είναι το αδύναμο μέ- ρος της σύμβασης, accepté par le dé- biteur , αποδοχή του πιστούχου, il a été convenu et accepté ce qui suit , συμφω- νήθηκαν και αποφασίστηκαν τα εξής, divorce accepté , συναινετικό διαζύγιο (γαλλΑΚ 233), modification acceptée , τροποποίηση που έγινε αποδεκτή. accepteur (ουσ. αρσ.) αποδέκτης, relation entre acquéreur et accepteur en ma- tière d’instruments de paiement élec- tronique , σχέση μεταξύ του αποδέκτη ηλεκτρονικών πληρωμών και της τράπε- ζάς του. accès (ουσ. αρσ.) , πρόσβαση, accès di- rect et gratuit au droit de l’Union Eu- ropéenne , άμεση και δωρεάν πρόσβα- ση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, accès au document , πρόσβαση στο έγ- γραφο, accès au dossier accordé , πρό- σβαση στο φάκελο της δικογραφίας που έγινε αποδεκτή, accès au dossier reje- té , πρόσβαση στο φάκελο της δικογρα- φίας που δεν έγινε αποδεκτή, accès à la justice par voie numerique , ψηφιακή πρόσβαση στη δικαιοσύνη (γαλλΝ αριθ. 2016-1547, άρθρο 3), accès à un juge,  droit d’ accès à un juge, accès au rivage , δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στον αιγιαλό (γαλλΚΠεριβ L. 321-9), autorisa- tion d’accès , άδεια πρόσβασης, donner accès , παρέχω πρόσβαση, droit d’ac- cès à la justice (ou droit d’ accès à un juge) , δικαίωμα δικαστικής προστασί- ας, δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύ- νη, δικαίωμα σε δικαστή (γαλλΚΠολΔ 30), droit d’accès à un juge (ou droit d’accès à la justice ) , δικαίωμα δικαστικής προ- στασίας, δικαιώμα πρόσβασης στη Δικαι- οσύνη, δικαίωμα σε δικαστή (γαλλΚΠολΔ 30), droit d’accès aux documents admi- nistratifs , δικαίωμα πρόσβασης σε έγ- γραφα της διοίκησης . accessibilité (ουσ. θηλ.) , προσβασιμότη- τα, critères d’accessibilité aux marchés publics , κριτήρια προσβασιμότητας στις δημόσιες συμβάσεις. accessio (λατ.), προσαύξηση, accessio temporis, προσαύξηση χρόνου. accession (ουσ. θηλ.) , προσχώρηση, προ- σκύρωση (γαλλΑΚ 546 επ., 712), άνοδος, accession à un accord , προσχώρηση σε μία συμφωνία, accession artificielle (ou industrielle) , τεχνητή προσκύρωση, ac-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=