10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ αυτή ένα συντεταγμένο ‘Σχέδιο Πρωτοκόλλου για το Άγιο Όρος’. 32 Και αυτό γιατί κατά τις εργασίες της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του Άμστερνταμ, που μόλις είχαν προη- γηθεί, παρότι είχε τεθεί το αγιορείτικο ζήτημα, εντούτοις δεν έγινε δεκτή παρά μόνον μία απλή, γενικού περιεχομένου, ‘Δήλωση περί καθεστώτος εκκλησιών, θρησκευτικών ενώσεων ή κοινοτήτων και φιλοσοφικών και μη θρησκευτικών οργανώσεων’(αριθ. Δη- λώσεως 11), 33 σύμφωνα με την οποία : Η Ελλάδα υπενθυμίζει την Κοινή Δήλωση για τοΆγιο Όρος που έχει προσαρτηθεί στην Τελική Πράξη της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. 34 Συνακόλουθα, όταν ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος επεχείρη- σε στις 15.9.1997, κατά τις εργασίες της Συνόδου Κορυφής, να εγκριθεί και από τους άλ- λους ομολόγους του το παραπάνω «Σχέδιο Πρωτοκόλλου για τοΆγιοΌρος», συνάντησε την επίμονη άρνηση των γυναικών Υπουργών Εξωτερικών της Σουηδίας και της Φινλαν- δίας, που άσκησαν ανεπίσημα veto με το επιχείρημα ότι «ως περιοχή της Ευρωπαϊκής 32. Στο ίδιο έγγραφο, η Ι. Κοινότητα παρατηρούσε ότι το καθεστώς του Αγίου Όρους «δεν είναι αυτο- νοήτως διησφαλισμένον έναντι της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και είναι απαραίτητος η ιδιαιτέρα ανα- γνώρισις αυτού δι’ειδικής ρήτρας εις τα κείμενα των σχετικών ευρωπαϊκών συνθηκών, δια δύο λό- γους: (α) Δια να στερεωθή και κατοχυρωθή έναντι μελλοντικών καταστάσεων το πολύτιμον δια το Γένος μας αγιορειτικόν καθεστώς, και (β) Δια να αποφύγη η χώρα μας σχετικάς προσβλητικάς κα- ταδίκας υπό των ευρωπαϊκών δικαστηρίων εξ αιτίας του Αγίου Όρους, εις φυσιολογικώς αναμε- νομένας περιπτώσεις προσφυγών εις βάρος της... Παρά τα μεγάλα πλεονεκτήματα της ανωτέρω Κοινής Δηλώσεως και των λοιπών μνειών περί του Αγίου Όρους, επιθυμούμεν να υπογραμμίσω- με ωρισμένας πολύ σημαντικάς αδυναμίας και ελλείψεις: (α) Η αναφορά εις το καθεστώς του Αγί- ου Όρους είναι συνολική και ακροθιγής, ουχί δε συγκεκριμένη και αναλυτική. Ούτω η υπεράσπι- σις της χώρας μας εις περίπτωσιν προσφυγών εις ευρωπαϊκά δικαστήρια θα στηρίζηται κυρίως εις ερμηνείας, τουτέστιν μέθοδον ουχί πάντοτε αξιόπιστον και ασφαλή. (β) Η Κοινή Δήλωσις, ως τρό- πος συμβάσεως, δεν είναι αποδεδειγμένον ότι πέραν της πολιτικής ισχύος θα έχει και νομικήν τοι- αύτην. Η ρύθμισις του θέματος θα ήτο νομικώς ισχυρά, μόνον εάν το σχετικόν κείμενον απετέλει ρήτραν ενσωματωμένην εις την συνθήκην ως άρθρον ή ως πρωτόκολλον. (γ) Η Κοινή Δήλωσις επι- κεντρώνει το ενδιαφέρον της εις τας οικονομικάς δραστηριότητας, δεδομένου ότι κατά την χρονι- κήν στιγμήν της συντάξεώς της ανεφέρετο εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα, ουχί δε εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν. Δια τούτο η καθ’ημάς Ιερά Κοινότης από πολλού χρόνου επεσήμανεν ότι είναι απαραίτητος ειδική μνεία περί του καθεστώτος του Αγίου Όρους εις την συνθήκην του Μάα- στριχτ, υπομιμνήσκουσα ότι δι’αυτής ανοίγονται νέα ευρύτατα πεδία σχέσεων με την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν, τα οποία δεν καλύπτονται από τας προμνησθείσας διατάξεις». 33.  Σαχπεκίδου , Ευρωπαϊκό Δίκαιο , Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2013, σ. 219. 34. Βλ. Ν. 2691/1999, «Κύρωση της Συνθήκης τουΆμστερνταμ που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευ- ρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς πράξεις, καθώς και των σχετικών πρωτοκόλλων και των δηλώσεων που περιλαμβάνονται στην Τε- λική Πράξη» (ΕτΚ Α΄ 47).Όπως όμως σημείωνε η Ι. Κοινότητα στο ίδιο πιο πάνω έγγραφό της: «Η ως άνω μνεία κατ’ουδένα τρόπον δύναται να καλύψη τοΆγιον Όρος, διότι τούτο ουδέν εκ των ανωτέ- ρω είναι, ει μη αποτελεί αυτοδιοίκητον τμήμα της Ελληνικής Επικρατείας, υπαγόμενον εκκλησια- στικώς εις την δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου... Κατόπιν πάντων των ανωτέρω κα- θίσταται εμφανές διατί επιμένομεν όπως η ελληνική πλευρά κατά την επεξεργασίαν του κειμένου της Διακυβερνητικής του Άμστερνταμ, έστω και την τελευταίαν ταύτην στιγμήν, εισηγηθή την πε- ρίληψιν του εν λόγω πρωτοκόλλου».

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=