ΔΗΜΟΣΙΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 9 αναγνωρίσεως του κράτους λειτούργησε πολλές φορές στο 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου σε αντιπαράθεση (και όχι σε δικαίωση) προς την άσκηση της αρχής της αυτοδιαθέ- σεως των λαών. Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα ως τον Α΄ Πα- γκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), μέσα από πληθώρα αξιόλογων θεωρητικών κατασκευών, η ανθρωπότητα γνώρισε τη θεοποίηση του κυρίαρχου κράτους (Sovereign State, État souverain). Έτσι, έως πρόσφατα στις εξωτερικές σχέσεις, το κάθε κράτος εκλαμβανόταν ως ο μοναδικός παραγωγός και αποδέκτης των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Συγγράμ- ματα μόλις της περασμένης γενιάς, ως τη δεκαετία του 1970, περιέχουν πλήθος διακρί- σεις για κράτη ανεξάρτητα, υποτελή, υπό κηδεμονία, υπό προστασία, υπό εντολή, «πε- πολιτισμένα» και μη. Η νέα μεγάλη καμπή στην εξέλιξη του διεθνούς δικαίου παρατηρείται με τον Ελβε- τό διπλωματικό και συγγραφέα Emeric de Vattel (1714-1764), που θεωρείται ένας από τους μακιαβελικούς του κλάδου. Ο Vattel, αν και βασίσθηκε στις διδασκαλίες του J.-J. Rousseau, δηλαδή στο νομικό ατομικισμό και μίλησε για ανεξαρτησία και ισότητα μετα- ξύ των κρατών, κατέληξε στο συμπέρασμα πως κάθε κράτος είναι κριτής του εαυτού του. Για τον Vattel το φυσικό δίκαιο είναι δευτερεύουσα έννοια και όχι φραγμός στην απόλυ- τη κυριαρχία. Έτσι, τα πρωτεία του ηθελημένου δικαίου θα δεσπόσουν στην επιστήμη και την πρακτική (εκείνων των κρατών που είχαν τη δύναμη) ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ανακόπηκαν για πολύ διάστημα οι προσπάθειες εντοπι- σμού, πέρα και πριν από το κράτος, κανόνων του φυσικού δικαίου που «είναι αναλλοίω- τοι, συναρτώνται προς τις αιώνιες αξίες και τη φύση του ανθρώπου» και δεν επιτρέπουν παρεκκλίσεις. Θα μπορούσε να λεχθεί πώς, συνειδητά ή όχι, όσοι ασχολήθηκαν με το φυ- σικό δίκαιο θέλησαν να δημιουργήσουν φραγμούς στην απόλυτη εξουσία του μονάρχη και στον ανέλεγκτο τρόπο καθορισμού του δικαίου και του αδίκου. Αλλά η πρόταση-από- δειξη παρέμεινε σταθερή και βασιζόταν στην άκαμπτη θέση ότι όλα αρχίζουν από και τε- λειώνουν με τη βούληση του κράτους. Πως δεν υπάρχει υπερκείμενος των κρατών διε- θνής νομοθέτης, κανένα κράτος δεν είναι δυνατό να υπαχθεί στη δικαιοδοσία διεθνούς δικαστηρίου χωρίς τη θέλησή του (δηλαδή το κράτος που παρανομεί πρέπει να αποδέχε- ται να δικασθεί) και φυσικά πως δεν υπάρχει διεθνής εκτελεστική εξουσία. Ο θετικισμός του 19ου αιώνα (που υπήρξε μια μορφή συντηρητισμού) αντιμετώπισε το διεθνές δίκαιο ως αποκλειστικά ηθελημένο. Για τους Γερμανούς θεωρητικούς που εδίδα- σκαν μετά τον G.W.F. Hegel πως το κράτος εκφράζει τις υπέρτατες αξίες του έθνους, ήταν εύλογο το κράτος να μην υπάγεται σε καμιά εξωτερική εξουσία. Κατά λογική συνέπεια ο G. Jellinek επεξεργάσθηκε τη θεωρία του «αυτοπεριορισμού» (Selbstbeschränkung) για να εξηγήσει πως το διεθνές δίκαιο είναι απόρροια της αυτοδεσμεύσεως του κράτους και όχι της επιβολής μιας κοινωνικής δυναμικής στη συμπεριφορά του. Παράλληλα προς τον G. Jellinek ο επίσης Γερμανός καθηγητής H. Triepel, όπως και πολλοί διακεκριμένοι Ιτα- λοί διεθνολόγοι (με πρώτους τους D. Anzilotti και A. Cavaglieri), οδηγήθηκαν στη θε- μελίωση του διεθνούς δικαίου με βάση τη «σύμπτωση» των βουλήσεων των κρατών (Vereinbarung). Το διεθνές δίκαιο εκλαμβανόταν λοιπόν σε εκείνη τη φάση της θεωρητι-

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=