ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο εξευρωπαϊσμός του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ο οποίος περιορίζει σταδιακά αλ-
λά δραστικά τις εθνικές πηγές έχει ιστορικά ως κύριο πυλώνα του την περίφημη Σύμ-
βαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία αναγνώριση και εκτέλεση των απο-
φάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 που δέσπο-
σε ως πρωτοπόρος της δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου.
Η μεταφορά αρμοδιοτήτων με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ επέφερε τον μετασχημα-
τισμό της Σύμβασης σε Κανονισμούς αρχικά τον Κανονισμό 44/2001 (Βρυξέλλες Ι)
και πρόσφατα στον αναθεωρημένο (σημαντικά όμως) Κανονισμό 1215/2012 (Βρυ-
ξέλλες Ια κατά το συγγραφέα και κατά άλλους bis - επανάληψη-).
Αυτός ο Κανονισμός αποτελεί τη βάση για την επίλυση ζητημάτων τόσο διεθνούς δι-
καιοδοσίας όσο και διαδικασίας και προϋποθέσεων αναγνώρισης και εκτέλεσης αλ-
λοδαπών (ευρωπαϊκών) αποφάσεων καθώς και δημόσιων εγγράφων σε αστικές και
εμπορικές διαφορές.
Καλύπτει δηλαδή ένα τεράστιο φάσμα υποθέσεων που απασχολούν σημαντικά πλέ-
ον και τη νομολογία των δικαστηρίων μας. Δεν είναι υπερβολή ίσως να λεχθεί ότι
το ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο λόγω της συνεχούς αύξησης των διασυνορια-
κών ιδιωτικών σχέσεων έχει πλέον ένα σοβαρότατο όγκο δικηγορικής και δικαστικής
ύλης ισοδύναμο με τομείς του εσωτερικού μας δικαίου. Οι Κανονισμοί Βρυξέλλες Ι
και Ι & Ια καταλαμβάνουν τον κύριο όγκο του δικονομικού διεθνούς δικαίου αφού
ρυθμίζουν ζητήματα όπως η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (γενι-
κές βάσεις, ειδικές βάσεις, προστατευτικές και αποκλειστικές βάσεις διεθνούς δωσι-
δικίας) εκκρεμοδικία και συνάφεια, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων. Ελάχιστα
θέματα καταλείπονται στο εθνικό δίκαιο εντός του πεδίου εφαρμογής των ευρωπαϊ-
κών κειμένων. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι, δεδομένου ότι οι ενδοευρωπαϊκές συναλ-
λαγές συνιστούν την πλειονότητα των διεθνών συναλλαγών για τη χώρα μας, οι Κα-
νονισμοί Βρυξέλλες Ι και Ια συνιστούν το βασικό πλαίσιο αναφοράς του δικονομι-
κού διεθνούς δικαίου.