Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ΧΘΔΕΕ)

Δ. ΠΥΡΓΑΚΗΣ 575 Άρθρο 50 δικαστήρια δεν υπόκεινταν σε άλλη τιμωρία, δεδομένου ότι η επιβολή και άλλης κοσμικής τι- μωρίας θα παραβίαζε τον εκκλησιαστικό νόμο που απαγόρευε την επιβολή δεύτερης τιμωρίας [ο οποίος με τη σειρά του στηριζόταν στο σχόλιο του Αγίου Ιερώνυμου ότι «ο Θεός δεν κρί- νει δις το ίδιο παράπτωμα»]. Οι δικαστές του Στέμματος πιθανώς επηρεασμένοι από τον σεβα- σμό που έτρεφε ο λαός για τον Becket (και από την επακολουθήσασα αγιωνυμία του) άρχισαν να εφαρμόζουν την ανωτέρω αρχή ως αρχή δικαίου (Σχετικά με την ιστορία της αρχής αυτής βλ., εν γένει, Sigler, AmJofLegalHistory 1963, 283, Friedland, 1969, 5, και McDermott, 1999, 199-201). Η αρχή αυτή ενισχύθηκε και διευρύνθηκε προοδευτικά με την εξέλιξη του ποινικού δικαί- ου στις σύγχρονες κοινωνίες, όσον αφορά, ειδικότερα, τη σημασία της κυρώσεως. Πράγματι, η σύγχρονη εξέλιξη του ποινικού δικαίου, στην οποία συμμετείχαν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, καθιστά την επανένταξη του καταδικασθέντος θεμελιώδες στοιχείο της λειτουργίας που επιτε- λεί η ποινή. Αυτή η επανένταξη προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι η υπόθεση θεωρείται ως οριστι- κώς εκκαθαρισθείσα και ότι το πρόσωπο που δικάσθηκε τελεσιδίκως δεν έχει πλέον τίποτε να φοβάται από τον νόμο. Γ. Θεμέλιο και σκοπός Η αρχή αυτή είναι εγγενής στην έννοια του κράτους δικαίου (άρθρο 2 ΣυνθΕΕ, βλ. και Mantello, C-261/09, Γ. Εισ. Bot, σκ. 86) και την απορρέουσα από αυτήν αρχή της απαγορεύσε- ως της αυθαίρετης κρατικής δράσεως. Ανταποκρίνεται στην απαίτηση δικαιοσύνης, σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δίκαιης δίκης, ασφάλειας δικαίου, αναλογικότητας και αποτε- λεσματικότητας. Δικαιοσύνη, επιείκεια και αποφυγή καταχρήσεων: Πράγματι, όταν η κοινωνία άσκησε το εύ- λογο δικαίωμά της να τιμωρήσει τον δράστη μιας παραβάσεως των κανόνων της, έχει εξα- ντλήσει το δικαίωμά της διώξεως και επομένως δεν έχει πλέον την εξουσία να κολάσει το πρό- σωπο που έχει ήδη καταδικασθεί γι’ αυτή την πράξη. Η αρχή αυτή θεωρείται, επομένως, πρω- τίστως ως μέσο προστασίας του ατόμου από καταχρήσεις στις οποίες ενδέχεται να προβεί το κράτος με το jus puniendi (Βλ. Friedland, 1969, 3-5). Προορισμό έχει να εξασφαλίζει στον κα- ταδικασθέντα ότι, όταν εκτίσει την ποινή του, θα έχει «πληρώσει το χρέος του» στην κοινω- νία και θα μπορεί έτσι να ξαναβρεί τη θέση του σ’ αυτή, χωρίς να χρειάζεται να ζει υπό τον φό- βο νέων διώξεων (βλ. Gözütok και Brügge, C-187/01 και C-385/01, Γ. Εισ. Colomer, σκ. 49 και Van Esbroeck, C-436/04, Γ. Εισ. Colomer, σκ. 19). Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στο κρά- τος να προβαίνει σε επανειλημμένες προσπάθειες να καταδικάσει ένα άτομο για αδίκημα που φέρεται ότι έχει διαπράξει. Άπαξ ολοκληρωθεί η δίκη, περιβεβλημένη με όλες τις πρόσφο- ρες δικονομικές εγγυήσεις, και εξεταστεί το ζήτημα της πιθανής οφειλής του ατόμου έναντι της κοινωνίας, το κράτος δεν πρέπει να τον υποβάλει στη δοκιμασία μιας νέας δίκης (ή, όπως το περιγράφουν τα αγγλοσαξονικά νομικά συστήματα, να τον εκθέτει σε «double jeopardy» [διπλό κίνδυνο επιβολής ποινής], έννοια που χρησιμοποιείται στην πέμπτη τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ το οποίο ορίζει ότι ουδείς επιτρέπεται «να αντιμετωπίσει για δεύτερη φορά τον κίνδυνο επιβολής στερητικής της ελευθερίας ή της ζωής του ποινής για το ίδιο αδί- κημα» [βλ και τη γνώμη του δικαστή Black του Supreme Court στην απόφαση Green κατά Ηνωμένων Πολιτειών (1957) 355 U.S. 184, σ. 187-188)]. 4 5 6

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=