ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

23 § 3. Το διπλό πρόσημο της εμπορικής δράσης Γ. Ηθική και εμπορικές συναλλαγές Ι. Ανασφάλεια ηθικής κρίσης. Η κριτική είναι άδικη, αν εστιάζεται απλώς στο κέρδος καθε- αυτό, που αντίθετα μπορεί να αποτελεί κίνητρο για δημιουργική δράση. Άλλωστε και η (φαι- νομενικά) αγαθότερη ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί να έχει κίνητρα είτε μεμπτά, όπως η εκδίκηση, είτε «χαμηλά», όπως η ματαιοδοξία, η επίδειξη και η εκτόνωση 50 . Επιπλέον στις συναλλαγές, όπως και αλλού, τα όρια του ηθικού και του ανηθίκου δεν είναι πάντοτε σαφή (παράδειγμα η δυσκολία της ηθικής αξιολόγησης φαινομένων, όπως η αφερεγγυότητα ή οι τραπεζικές πρακτικές), συχνά δε το περιεχόμενο της εμπορικής ηθικής είναι ζήτημα εποχής ή κοινωνικής αντίληψης. Π.χ. δεν καθόλου βέβαιο αν η πώληση εμπορευμάτων κάτω του κό- στους, προκειμένου να εκτοπισθούν οι ανταγωνιστές, ή η αντιγραφή διπλώματος ευρεσιτε- χνίας αποτελούν ανεξαίρετα επιδοκιμαζόμενες από την κοινωνία πρακτικές. Η σχετικότητα φαίνεται και από την διαφορετική υφή που έχουν τα ηθικά προβλήματα σε επιμέρους ζητή- ματα. Π.χ. άλλη υφή έχουν τα ηθικά ζητήματα που δημιουργεί η βιοτεχνολογία στο δίκαιο της βιομηχανικής ιδιοκτησίας και άλλα η λεγόμενη «διακυβέρνηση των επιχειρήσεων» στο εταιρικό δίκαιο. II. Η ηθικοποίηση των συναλλαγών ως γενικότερο αίτημα. Η σχετικότητα αυτή, όπου υπάρ- χει, δεν σημαίνει υποβάθμιση της προσπάθειας για ηθικοποίηση των συναλλαγών και του εμπορίου, ιδίως με τα κριτήρια της ισότητας και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρώπι- νων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Σήμερα μάλιστα το αίτημα αυτό είναι πι- εστικότερο από ποτέ. Η οικονομική ισχύς τείνει να καταλάβει όλο και μεγαλύτερο χώρο, και μάλιστα να υπερβεί ή να υποκαταστήσει την κρατική εξουσία, οι συναλλαγές στη μαζικότη- τα και το μέγεθός τους αναπτύσσουν ιδιαίτερη δυναμική, οι νέες δε τεχνικές και η τάση για κερδοσκοπία διευκολύνουν το έγκλημα. Όμως η ηθικοποίηση του εμπορίου δεν είναι καθή- κον ειδικά και μόνο του εμπορικού δικαίου (οι κλάδοι του δικαίου έχουν συστηματική και εκπαιδευτική αξία και δεν κατανέμουν αρμοδιότητες και καθήκοντα), αλλά του δ ι κα ί ου συνολ ι κά . Πέρα από τις γενικές ρήτρες του ιδιωτικού δικαίου (π.χ. ΑΚ 174, 200, 288, 281, 919), υπάρχουν μηχανισμοί ενταγμένοι στο διοικητικό δίκαιο (π.χ. προϋποθέσεις για την άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων, επιμελητηριακή νομοθεσία, εποπτεία της αγοράς, του χρηματιστηρίου, των τραπεζών, των ανωνύμων εταιριών, νομοθεσία για την κατάχρηση αγοράς, το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος και την τρομοκρατία, διατάξεις για την καταπο- λέμηση της – ιδίως διεθνούς – δωροδοκίας και διαφθοράς ή την προστασία του περιβάλλο- 50. Πρβλ. Τσακυράκη, Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, 1997, σ. 242, συγκρίνοντας τον εμπορικό λόγο (διαφήμιση) με άλλες μορφές λόγου. Η δυσπιστία προς το εμπόριο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής ιστορίας. Στο Βυζάντιο το εμπό- ριο εθεωρείτο δραστηριότητα που δεν ταίριαζε σε άτομα με ευγενική καταγωγή, «απασχόληση κατώτερη και ίσως ακόμη και άξια περιφρόνησης» (βλ. Παπαγιάννη , Βυζαντινή νομοθεσία και οικονομική δραστηριότητα κα- τά κοινωνικές τάξεις, εις: Α.Λαΐου (επιμ.), Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα, τ.6, 2006, σ. 283 (284), αναφερόμενη στο χωρίο των Βασ. 6.1.23: «Μηδείς έμπορος ή μονητάριος ή τελώνης ή από ευτελούς οφφικίου επιχειρείτω γίνεσθαι αξιωματικός· ει δε και γένηται πάλιν αποδιδόσθω των ιδίω σωματείω» ). Η Παπαγιάννη όμως κάνει τη σημαντική παρατήρηση, ότι σκοπός του νομοθέτη «δεν ήταν μόνο να παραμείνουν οι ανώτερες τάξεις ‘αμόλυντες’ από την άσκηση ταπεινών ασχολιών, αλλά και η προστασία των απλών πολιτών από εμπόρους με κοινωνική επιρροή και οικονομική ευρωστία, που θα είχαν την ευχέρεια να επηρεάσουν αρνη- τικά τον τρόπο άσκησης των συναλλαγών.

RkJQdWJsaXNoZXIy NDg3NjE=