13
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
H Πολιτική και η Iστορία ως «εξωνομικοί» παράγοντες
ερμηνείας των νομικών διατάξεων
Αντικείμενο της παρούσας μονογραφίας είναι, όπως προκύπτει και από τον τίτλο
της, οι προϋποθέσεις άσκησης της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Στο Καταστατικό του Δικαστηρίου αυτού, η εν λόγω δικαιοδοσία έχει ως προϋπό-
θεση, μεταξύ άλλων, τη διάπραξη διεθνών εγκλημάτων, όπως είναι ιδίως τα εγκλή-
ματα πολέμου, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα της γε-
νοκτονίας. Είναι, δε, πρόδηλο, ότι ο τρόπος ερμηνείας αυτών των πολυσήμαντων
όρων, όπως και άλλων παρεμφερών εννοιών που επίσης εμπεριέχονται στο Κατα-
στατικό αυτό (π.χ. «σύρραξη», «επίθεση», «ασυλίες»), αποτελεί βασικό κριτήριο
ως προς το εάν το Δικαστήριο θα παρέμβει τελικά ή όχι σε μία διένεξη ή άλλη διε-
θνή εμπλοκή. Ωστόσο, κατά την ερμηνεία τέτοιων γενικών εννοιών, εύλογο είναι να
υπεισέρχονται και εκτιμήσεις «εξωνομικού» χαρακτήρα, κυρίως, δε, η εξυπηρέτη-
ση συμφερόντων προς όφελος μεγάλων γεωστρατηγικών δυνάμεων. Επομένως, η
αναζήτηση του αληθούς νοήματος που προσδίδεται στις έννοιες αυτές επί συγκεκρι-
μένων υποθέσεων δεν μπορεί να γίνεται μόνο με καθαρά δογματικές νομικές προ-
σεγγίσεις, αλλά συνεφέλκει και μιαν ευρύτερη προσέγγιση, με έμφαση στους πολι-
τικούς και ιστορικούς εκείνους παράγοντες που επιδρούν αποφασιστικά στη λήψη
των αποφάσεων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Διαφορετικά, η ερμηνεία των
εννοιών αυτών θα είναι ελλιπής και θα αφήνει εκτός έρευνας τους βαθύτερους λό-
γους, για τους οποίους επιλέγεται η μία ερμηνευτική προσέγγιση αντί της άλλης.
Ακριβώς αυτή η ευρύτερη ερμηνευτική προσέγγιση, η «ολιστική» προσέγγιση
όπως την ονομάζει ο συγγραφέας της παρούσας μονογραφίας, συνιστά κατά τη
γνώμη μου το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα αυτής της μονογραφίας σε σχέση
με άλλες αντίστοιχης θεματικής. Βέβαια, είναι πρόδηλο ότι η «ολιστική» προσέγ-
γιση περιορίζει κάπως την εμβέλεια μιας καθαρά δογματικής νομικής προσέγγι-
σης. Όμως, από την άλλη πλευρά το Διεθνές Δίκαιο και οι σχέσεις μεταξύ κρατών
έχουν ήδη από την εποχή του Θουκυδίδη και του Διαλόγου Αθηναίων και Μηλίων
μιαν έντονη διάσταση σχέσεων εξουσίας, όπου κατά κανόνα επικρατεί ο ισχυρότε-
ρος. Και τούτο δεν μπορεί βέβαια να μη ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία των νομικών
ρυθμίσεων του Διεθνούς Δικαίου, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν οι αντιλήψεις
περί «δικαίου του ισχυροτέρου» έρχονται σε ευθεία αντίθεση με βασικές αρχές των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει εδώ για μιαν αντιπαράθε-
ση ανάμεσα από τη μία πλευρά στον νομικό θετικισμό, που χαρακτηρίζεται συνή-
θως από φορμαλισμό και στενή προσκόλληση στους ισχύοντες νομικούς κανόνες χά-
ριν της ασφάλειας του δικαίου (π.χ. Hans Kelsen), και από την άλλη πλευρά του φυ-