Previous Page  48 / 64 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 48 / 64 Next Page
Page Background

275

Ερμηνεία - Σχετική νομολογία

Πειθαρχικό Δίκαιο Δικηγόρων [71]

Ερμηνεία

Παραμένει ο γενικός ορισμός περί πειθαρχικού παραπτώματος, που συναντάται και στον

ΔΥ Κώδικα. Το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή πράξη, ενέρ-

γεια ή παράλειψη του δικηγόρου, στο πλαίσιο του λειτουργήματος του ή και έξω από αυτό.

Η πράξη αυτή θα πρέπει να: α) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του δικηγόρου που απορ-

ρέουν από το Σύνταγμα και τους νόμους που συνδέονται άρρηκτα με την άσκηση του λει-

τουργήματος του και την απονομή της Δικαιοσύνης, β) αντίκειται προς τις υποχρεώσεις

του δικηγόρου που απορρέουν από τις διατάξεις εσωτερικού και διεθνούς δικαίου που

αφορούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γ) αντίκειται προς τις υποχρεώ-

σεις του δικηγόρου που απορρέουν από τις διατάξεις κωδίκων δεοντολογίας, εσωτερι-

κών κανονισμών του οικείου δικηγορικού συλλόγου, αποφάσεις του Διοικητικού Συμ-

βουλίου και των Γενικών Συνελεύσεων αυτού, δ) να είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα

του ως υπερασπιστή και εκπροσώπου των ηθικών και υλικών συμφερόντων του εντολέα

του, και ε) να θίγει το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος.

Παρατήρηση

: Η ανωτέρω παράθεση πειθαρχικών παραπτωμάτων δεν είναι αποκλειστι-

κή, αλλά ενδεικτική, παρότι δεν χρησιμοποιείται η λέξη «ιδίως», καθόσον, τέλεση πει-

θαρχικών παραπτωμάτων προκύπτει από τις προαναφερόμενες ασυμβίβαστες ενέργειες.

Ως πειθαρχικά παραπτώματα του δικηγόρου νοούνται και αποτελούν τα εξής: α) Πράξεις

που μαρτυρούν έλλειψη αφοσίωσης προς την Πατρίδα και το Δημοκρατικό Πολίτευμα της

Χώρας, β) Η χρησιμοποίηση της ιδιότητας του δικηγόρου για την επιδίωξη παράνομων

ιδιοτελών σκοπών. Η απαίτηση για τη λήψη νόμιμης αμοιβής δεν συνιστά τέτοιο σκοπό.

Παρατήρηση

: Ρητώς (και ορθώς) διευκρινίζεται ότι η λήψη νόμιμης αμοιβής, δεν αποτελεί

ούτε μπορεί ποτέ να αποτελέσει επιδίωξη παράνομου και ιδιοτελούς σκοπού, αφού είναι

ταυτισμένη με την ολοκλήρωση της δικηγορικής πράξης και «φυσικό» αποτέλεσμά της,

σχετιζόμενο με την άσκηση του επαγγέλματος του δικηγόρου και τον βιοπορισμό του.

Προφανώς η διάταξη αυτή τέθηκε για να αποφεύγονται άσκοπες καταγγελίες εκ μέρους

πελατών δικηγόρων. γ) Η εν γένει αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά του, δ) Η παρα-

βίαση του δικηγορικού απορρήτου.

Επίσης κάθε κακούργημα που τελείται από δικηγόρο είναι και αυτοτελές πειθαρχικό πα-

ράπτωμα, όπως και κάθε πλημμέλημα που η διάπραξη του και η σχετική καταδίκη είναι

ασυμβίβαστες με το δικηγορικό λειτούργημα είναι και αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα.

Παρατήρηση

: Ως ειδικό και αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα ορίζεται η διάπραξη κάθε

κακουργήματος ή πλημμελήματος, με την προϋπόθεση ότι η καταδίκη σχετίζεται με πρά-

ξη ασυμβίβαστη με το δικηγορικό λειτούργημα.

Τέλος, δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, για το δικηγόρο, η άρνησή του να εφαρμόσει

διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος ή είναι αντίθετες σε αυτό.

Σχετική νομολογία

Βλ. παρατειθέμενη νομολογία άρθρου 142.