16
2. Όταν η ώρα δεν περνάει...
Η Κάλλια κοίταξε το ρολόι της για χιλιοστή φορά αυ-
τήν την ώρα. «Μα τι γίνεται; Όσο πλησιάζει το καλοκαίρι,
τόσο πιο αργά περνάει η ώρα στην τάξη» μουρμούρισε
ψευτοθυμωμένη, και ο Αντώνης, διπλανός της στο θρα-
νίο, πρόσθεσε χαμηλόφωνα: «Πρέπει να είναι συνωμοσία
των δασκάλων για να μας βασανίζουν». «Αποκλείεται»,
είπε η Κάλλια, «γιατί τότε θα βασάνιζαν και τους εαυτούς
τους. Δεν βλέπεις και η κυρία Τασούλα πόσο βαριέται;»
Εκείνη τη στιγμή η δασκάλα των παιδιών προσπα-
θούσε να πνίξει ένα τεράστιο χασμουρητό. Δεν τα κατά-
φερε και μετά σκέφτηκε, «τι στην ευχή, ας χασμουρηθώ
να το ευχαριστηθώ» και άνοιξε το στόμα της με απόλαυ-
ση, κοιτώντας ταυτόχρονα το ρολόι της. Είδε τον Αντώ-
νη και την Κάλλια να γελούν μεταξύ τους και το χασμου-
ρητό της κόπηκε. Τα θαύμαζε αυτά τα δυο παιδιά. Κάθε
φορά που τα έβλεπε στους διαδρόμους -η Κάλλια να περ-
πατά σκυφτή, με τα σγουρά μακριά μαλλιά της να ανεμί-
ζουν κι ο Αντώνης να χοροπηδά σαν το κατσίκι προσπα-
θώντας να χορέψει χιπ χοπ- η κυρία Τασούλα σκεφτόταν
πόσο θα ήθελε να έχει παιδιά σαν αυτά. Δεν τους το έδει-
χνε όμως, γιατί ήθελε να το παίζει αυστηρή, όπως κάνουν
αρκετοί δάσκαλοι.
«Λοιπόν, εσείς οι δυο που χασκογελάτε» φώναξε, «να
σταματήσετε αμέσως. Ή μάλλον, να μας πείτε και μας για
να γελάσουμε.»